χρονοτριβέω

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρονοτρῐβέω Medium diacritics: χρονοτριβέω Low diacritics: χρονοτριβέω Capitals: ΧΡΟΝΟΤΡΙΒΕΩ
Transliteration A: chronotribéō Transliteration B: chronotribeō Transliteration C: chronotriveo Beta Code: xronotribe/w

English (LSJ)

χρονοτριβέω or χρονοτριβῶ A delay, dally, stall for time, temporize, procrastinate, linger, waste time, loiter, Arist.Rh.1406a37, Leonid. ap. Plu. 2.225b, Act.Ap.20.16, Men.Prot.p.21 D.:—Med., UPZ39.29 (ii B. C.). 2 c. acc., χρονοτριβέω τὸν πόλεμον = protract the war, Plu.Cat.Mi. 53, Eun.Hist.p.242 D.

German (Pape)

[Seite 1378] die Zeit verbringen, säumen, Arist. rhet. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

χρονοτριβῶ:
1 intr. traîner le temps en hésitations, être lent, incertain;
2 tr. traîner en longueur, acc..
Étymologie: χρόνος, τρίβω.

French (New Testament)

perdre du temps

Russian (Dvoretsky)

χρονοτρῐβέω:
1 терять время, мешкать, медлить Arph., Plut.;
2 задерживаться (ἐν τῇ Ἀσίᾳ NT);
3 затягивать (τὸν πόλεμον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χρονοτρῐβέω: ὡς καὶ νῦν, τρίβω τὸν χρόνον, ἐξοδεύω τὸν καιρόν, ἀργῶ, χασομερῶ, Ἀριστοτ. Ρητ. 3. 3, 3, Λεωνίδας παρὰ Πλουτ. 2. 225Β, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 16· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐπιφάν. 669Α. 2) Παρὰ Πλουτ. ἐν Κάτ. Νεωτ. 53, μετ’ αἰτ., χρ. τὸν πόλεμον, ἐπιμηκύνω, ἐξακολουθῶ ἐπὶ μακρὸν χρόνον τὸν πόλεμον.

English (Strong)

from a presumed compound of χρόνος and the base of τρίβος; to be a time-wearer, i.e. to procrastinate (linger): spend time.

English (Thayer)

χρονοτριβῶ: 1st aorist infinitive χρονοτριβῆσαι; (χρώς and τρίβῳ); to wear away time, spend time: Aristotle, rhet. 3,3, 3 (p. 1406a, 37); Plutarch, Heliod, Eustathius, Byzantine writings.)

Greek Monotonic

χρονοτρῐβέω: μέλ. -ήσω (τρίβω
I. σπαταλώ, χάνω, ξοδεύω χρόνο, χασομερώ, σε Αριστ., Κ.Δ.
II. με αιτ., χρονοτριβέω τὸν πόλεμον, επιμηκύνω, παρατείνω, εξακολουθώ τον πόλεμο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

χρονοτρῐβέω, fut. -ήσω τρίβω
I. to waste time, loiter, Arist., NTest.
II. c. acc., χρ. τὸν πόλεμον to protract the war, Plut.

Chinese

原文音譯:cronotribšw 赫羅挪-特里卑哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:時間-磨損(消磨)
字義溯源:消磨時間,耽延,白費時間;由(χρόνος)*=時候)與(τρίβος)=路徑,走踏成路)組成,而 (τρίβος)出自(τρίβος)X*=磨擦)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 耽延(1) 徒20:16