χρονοτριβῶ

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρονοτρῐβῶ Medium diacritics: χρονοτριβῶ Low diacritics: χρονοτριβώ Capitals: ΧΡΟΝΟΤΡΙΒΩ
Transliteration A: chronotribō̂ Transliteration B: chronotribō Transliteration C: chronotrivo Beta Code: xronotribw=

English (LSJ)

χρονοτριβέω or χρονοτριβῶ
A delay, dally, stall for time, temporize, procrastinate, linger, waste time, loiter, Arist.Rh.1406a37, Leonid. ap. Plu. 2.225b, Act.Ap.20.16, Men.Prot.p.21 D.:—Med., UPZ39.29 (ii B. C.).
2 c. acc., χρονοτριβέω τὸν πόλεμον = protract the war, Plu.Cat.Mi. 53, Eun.Hist.p.242 D.

German (Pape)

[Seite 1378] die Zeit verbringen, säumen, Arist. rhet. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

χρονοτριβῶ:
1 intr. traîner le temps en hésitations, être lent, incertain;
2 tr. traîner en longueur, acc..
Étymologie: χρόνος, τρίβω.

Russian (Dvoretsky)

χρονοτρῐβέω:
1 терять время, мешкать, медлить Arph., Plut.;
2 задерживаться (ἐν τῇ Ἀσίᾳ NT);
3 затягивать (τὸν πόλεμον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χρονοτρῐβέω: ὡς καὶ νῦν, τρίβω τὸν χρόνον, ἐξοδεύω τὸν καιρόν, ἀργῶ, χασομερῶ, Ἀριστοτ. Ρητ. 3. 3, 3, Λεωνίδας παρὰ Πλουτ. 2. 225Β, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 16· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐπιφάν. 669Α. 2) Παρὰ Πλουτ. ἐν Κάτ. Νεωτ. 53, μετ’ αἰτ., χρ. τὸν πόλεμον, ἐπιμηκύνω, ἐξακολουθῶ ἐπὶ μακρὸν χρόνον τὸν πόλεμον.

English (Strong)

from a presumed compound of χρόνος and the base of τρίβος; to be a time-wearer, i.e. to procrastinate (linger): spend time.

English (Thayer)

χρονοτριβῶ: 1st aorist infinitive χρονοτριβῆσαι; (χρώς and τρίβῳ); to wear away time, spend time: Aristotle, rhet. 3,3, 3 (p. 1406a, 37); Plutarch, Heliod, Eustathius, Byzantine writings.)

Greek Monotonic

χρονοτρῐβέω: μέλ. -ήσω (τρίβω
I. σπαταλώ, χάνω, ξοδεύω χρόνο, χασομερώ, σε Αριστ., Κ.Δ.
II. με αιτ., χρονοτριβέω τὸν πόλεμον, επιμηκύνω, παρατείνω, εξακολουθώ τον πόλεμο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

χρονοτρῐβέω, fut. -ήσω τρίβω
I. to waste time, loiter, Arist., NTest.
II. c. acc., χρ. τὸν πόλεμον to protract the war, Plut.

Chinese

原文音譯:cronotribšw 赫羅挪-特里卑哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:時間-磨損(消磨)
字義溯源:消磨時間,耽延,白費時間;由(χρόνος)*=時候)與(τρίβος)=路徑,走踏成路)組成,而 (τρίβος)出自(τρίβος)X*=磨擦)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 耽延(1) 徒20:16

Mantoulidis Etymological

(=χασομερῶ). Ἀπό τό χρόνος + τρίβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χρόνος.