χρονοτριβέω
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
χρονοτριβέω or χρονοτριβῶ A delay, dally, stall for time, temporize, procrastinate, linger, waste time, loiter, Arist.Rh.1406a37, Leonid. ap. Plu. 2.225b, Act.Ap.20.16, Men.Prot.p.21 D.:—Med., UPZ39.29 (ii B. C.). 2 c. acc., χρονοτριβέω τὸν πόλεμον = protract the war, Plu.Cat.Mi. 53, Eun.Hist.p.242 D.
German (Pape)
[Seite 1378] die Zeit verbringen, säumen, Arist. rhet. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
χρονοτριβῶ:
1 intr. traîner le temps en hésitations, être lent, incertain;
2 tr. traîner en longueur, acc..
Étymologie: χρόνος, τρίβω.
NT: perdre du temps
Russian (Dvoretsky)
χρονοτρῐβέω:
1 терять время, мешкать, медлить Arph., Plut.;
2 задерживаться (ἐν τῇ Ἀσίᾳ NT);
3 затягивать (τὸν πόλεμον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χρονοτρῐβέω: ὡς καὶ νῦν, τρίβω τὸν χρόνον, ἐξοδεύω τὸν καιρόν, ἀργῶ, χασομερῶ, Ἀριστοτ. Ρητ. 3. 3, 3, Λεωνίδας παρὰ Πλουτ. 2. 225Β, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 16· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐπιφάν. 669Α. 2) Παρὰ Πλουτ. ἐν Κάτ. Νεωτ. 53, μετ’ αἰτ., χρ. τὸν πόλεμον, ἐπιμηκύνω, ἐξακολουθῶ ἐπὶ μακρὸν χρόνον τὸν πόλεμον.
English (Strong)
from a presumed compound of χρόνος and the base of τρίβος; to be a time-wearer, i.e. to procrastinate (linger): spend time.
English (Thayer)
χρονοτριβῶ: 1st aorist infinitive χρονοτριβῆσαι; (χρώς and τρίβῳ); to wear away time, spend time: Aristotle, rhet. 3,3, 3 (p. 1406a, 37); Plutarch, Heliod, Eustathius, Byzantine writings.)
Greek Monotonic
χρονοτρῐβέω: μέλ. -ήσω (τρίβω)·
I. σπαταλώ, χάνω, ξοδεύω χρόνο, χασομερώ, σε Αριστ., Κ.Δ.
II. με αιτ., χρονοτριβέω τὸν πόλεμον, επιμηκύνω, παρατείνω, εξακολουθώ τον πόλεμο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
χρονοτρῐβέω, fut. -ήσω τρίβω
I. to waste time, loiter, Arist., NTest.
II. c. acc., χρ. τὸν πόλεμον to protract the war, Plut.
Chinese
原文音譯:cronotribšw 赫羅挪-特里卑哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:時間-磨損(消磨)
字義溯源:消磨時間,耽延,白費時間;由(χρόνος)*=時候)與(τρίβος)=路徑,走踏成路)組成,而 (τρίβος)出自(τρίβος)X*=磨擦)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 耽延(1) 徒20:16