ἀνάλωτος

From LSJ
Revision as of 16:56, 5 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλωτος Medium diacritics: ἀνάλωτος Low diacritics: ανάλωτος Capitals: ΑΝΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: análōtos Transliteration B: analōtos Transliteration C: analotos Beta Code: a)na/lwtos

English (LSJ)

[ᾰλ], ον, (ἀ- priv., ἁλίσκομαι) A not to be taken, impregnable, of strong places or forts, Hdt.1.84, 8.51; οὐδὲν ἀ. ἀρετῇ Chor. in Rev.Phil.1.70: not taken, holding out, Th.4.70. 2 metaph., unassailable, convincing, αἰσθήσεις Pl.Tht.179c; of persons, ἀ. ὑπὸ χρημάτων incorruptible, X.Ages.8.8: c. gen., τῶν Ἀφροδίτης παθῶν Men.Rh.p.416S. 3 of things, unattainable, [D.]61.37.

Spanish (DGE)

-ον
I no tomado, no conquistado de plazas fuertes o ciu., Th.4.70, Plb.4.63.9.
II 1inexpugnable de ciudad o regiones, Hdt.1.84, 8.51, Isoc.11.13, τείχη X.Ages.8.8, de los habitantes de una ciudad, D.C.48.26.2
fig. inasequible, inalcanzable διὰ δὲ καρτερίας ... οὐδὲν τῶν ὄντων ἀγαθῶν ἀνάλωτον πέφυκε D.61.37, οὐδὲν ἀ. ἀρετῇ Chor.Or.3.24
incorruptible de un alma ὑπὸ χρημάτων X.Ages.8.8, c. gen. τῶν Ἀφροδίτης παθῶν Men.Rh.p.416
abs. imperecedero del alimento, Chrys.M.58.523, cf. 63.131.
2 irrefutable αἰσθήσεις Pl.Tht.179c.

German (Pape)

[Seite 197] nicht eingenommen, unbezwinglich, Σάρδιες, τεῖχος, Her. 1, 84. 8, 51; Thuc. 4, 170; ὑπὸ χρημάτων, unbestechlich, Plut. Lyc. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. non pris;
II. imprenable (ville) ; p. anal. qu'on ne peut séduire : ἀνάλωτος ὑπὸ χρημάτων XÉN incorruptible.
Étymologie: , ἁλίσκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάλωτος:
1 неодолимый, неприступный (τεῖχος, Σάρδιες Her.; δι᾽ ὅπλων Plut.);
2 незавоеванный, невзятый (πόλις Thuc.);
3 неопровержимый, неуязвимый (δόξαι Plat.);
4 неподкупный (ὑπὸ χρημάτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλωτος: [ᾰλ], ον, (ἀν στερητ., ἁλίσκομαι) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, ἐπὶ ἐρυμνῶν θέσεων ἢ φρουρίων, Ἡρόδ. 1. 84., 8. 51· ἀλλ’ ἐν Θουκ. 4. 70, ἁπλῶς ὁ μὴ κυριευθείς, ὁ ἔτι ἀπόρθητος. 2) ἐπὶ προσώπ., ὁ δι’ ἐπιχειρημάτων ἀκατάβλητος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναιρέσῃ, Πλάτ. Θεαίτ. 179C· ἀν. ὑπὸ χρημάτων, ἀδωρόληπτος, ὁ μὴ δεκαζόμενος, Ξεν. Ἀγησ. 8. 8. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνέφικτος, διὰ καρτερίας καὶ φιλοπονίας οὐδὲν τῶν ὄντων ἀγαθῶν ἀνάλωτον πέφυκε Δημ. 1412. 23.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάλωτος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί ή δεν έχει καταληφθεί ή κυριευθεί, απόρθητος, ακυρίευτος
αρχ.
1. ακατόρθωτος, ανέφικτος
2. αυτός που δεν καταβάλλεται από κάτι, ο ακατάβλητος
3. αδωροδόκητος, αδέκαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωτός < ἀλίσκομαι].
-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να αναλωθεί, καταναλώσιμος, καταναλωτός
2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, που μπορεί να καταστραφεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναλώνω. Η λ. μαρτυρείται στον φιλόλογο και φιλόσοφο Φίλιππο Ιωάννου (1796-1880)].

Greek Monotonic

ἀνάλωτος: [ᾰλ], -ον (ἁλίσκομαι),
1. ανίκητος, ακυρίευτος, ακλόνητος, απόρθητος, ακαταμάχητος, σε Ηρόδ.· επίσης, αυτός που δεν έχει πορθηθεί ακόμα, που είναι ακόμα ακυρίευτος, σε Θουκ.
2. λέγεται για πρόσωπα, ἀν. ὑπὸ χρημάτων, αδιάφθορος, αδέκαστος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἁλίσκομαι
1. not to be taken, invincible, impregnable, Hdt.: also, not taken, still holding out, Thuc.
2. of persons, ἀν. ὑπὸ χρημάτων incorruptible, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ἀπόρθητος). Ἀπό τό α στερητ. + ἁλίσκομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

unreachable

Bulgarian: недостижим; Catalan: inabastable; Chinese Mandarin: 遥不可及的, 不可及; Finnish: saavuttamaton; German: unerreichbar; Greek: άφταστος, άφθαστος; Ancient Greek: ἀκατάληπτος, ἀκατόρθωτος, ἀκίχητος, ἀνάλωτος, ἀνέφεδρος, ἀπρόσικτος, ἀπρόσιτος, ἀπροτίμαστος; Hungarian: elérhetetlen; Italian: irraggiungibile; Maori: aweawe; Russian: недосягаемый, недостижимый; Spanish: inalcanzable; Swedish: oåtkomlig, onåbar; Turkish: ulaşılmaz