συλλαβίζω

From LSJ
Revision as of 22:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλᾰβίζω Medium diacritics: συλλαβίζω Low diacritics: συλλαβίζω Capitals: ΣΥΛΛΑΒΙΖΩ
Transliteration A: syllabízō Transliteration B: syllabizō Transliteration C: syllavizo Beta Code: sullabi/zw

English (LSJ)

join letters into syllables, pronounce letters together, Plu.2.496f, Luc.Gall.23.

German (Pape)

[Seite 974] Buchstaben zu Sylben verbinden, buchstabiren, Luc. Gall. 23 bis accus. 28.

French (Bailly abrégé)

épeler.
Étymologie: συλλαβή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλαβίζω [συλλαβή] lettergrepen vormen (van letters, bij het (hardop) lezen).

Russian (Dvoretsky)

συλλαβίζω: соединять звуки (буквы) в слоги, произносить или читать по складам Plut., Luc.

Greek Monolingual

ΝΑ συλλαβή
νεοελλ.
1. προφέρω ή διαβάζω χωρίζοντας τις λέξεις στις συλλαβές από τις οποίες συγκροτούνται
2. διαβάζω με δυσκολία, έχω δυσχέρεια στην ανάγνωση, μόλις που γνωρίζω ανάγνωση
αρχ.
ενώνω τα γράμματα σε συλλαβές, προφέρω ή διαβάζω μαζί.

Greek Monotonic

συλλᾰβίζω: μέλ. -σω, ενώνω, συνάπτω γράμματα σε συλλαβές, συμπροφέρω φθόγγους ή γράμματα, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συλλᾰβίζω: συνάπτω τὰ γράμματα εἰς συλλαβάς, προφέρω γράμματα ὁμοῦ, Πλούτ. 2, 496F, Λουκ. Ὀνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 23.

Middle Liddell

[from συλλᾰβή]
to join letters into syllables, to pronounce letters together, Luc.