ἐρωτομανία

From LSJ
Revision as of 16:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτομᾰνία Medium diacritics: ἐρωτομανία Low diacritics: ερωτομανία Capitals: ΕΡΩΤΟΜΑΝΙΑ
Transliteration A: erōtomanía Transliteration B: erōtomania Transliteration C: erotomania Beta Code: e)rwtomani/a

English (LSJ)

ἡ,=ἐρωμανία, raving love, Plu.2.451f.

German (Pape)

[Seite 1041] ἡ, rasende Liebe, Plut. virt. mor. 12. Vgl. ἐρωμανία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
]folle passion.
Étymologie: ἔρως, μαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτομᾰνία: ἡ Plut. = ἐρωμανία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτομᾰνία: ἡ, =ἐρωμανία, ἐμμανὴς ἔρως, Πλούτ. 2. 451Ε.

Greek Monolingual

και ερωμανία, η (AM ἐρωτομανία και ἐρωμανία) ερωτομανής
μανία ερωτική, σφοδρός έρωτας
νεοελλ.
παραληρητική κατάσταση κατά την οποία το άτομο που πάσχει κατέχεται από ακατανίκητο, συνήθως πλατωνικό, έρωτα προς απρόσιτο άτομο του άλλου φύλου ή νομίζει ότι αγαπιέται από εκείνο.