πρόκριμα
Ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶσι δ' οὔ → Ad ebrios it non ad impransos Venus → Bei Satten weilet Kypris, nicht bei Hungrigen
English (LSJ)
ατος, τό, A prejudgement, 1 Ep.Ti.5.21, Anon. ap. Suid., Greg.Cor. in Rh.7.1123 W. 2 = praejudicium, IG5(1).21 ii 7 (Sparta, ii A.D.), Mitteis Chr.88 ii 30 (ii A.D.), PFlor.68.13 (ii A.D.), Cod.Just.10.11.8.5.
German (Pape)
[Seite 731] τό, das Vorausentschiedene, das Vorurtheil, Sp., wie N. T.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
jugement porté d'avance, prévention.
Étymologie: προκρίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόκριμα -ατος, τό [προκρίνω] vooroordeel.
Russian (Dvoretsky)
πρόκρῐμα: ατος τό предрассудок, предубеждение NT.
English (Strong)
from a compound of πρό and κρίνω; a prejudgment (prejudice), i.e. prepossession: prefer one before another.
English (Thayer)
προκρίματος, τό (πρό and κρίμα), an opinion formed before the facts are known, a prejudgment, a prejudice, (Vulg. praejudicium): Suidas, under the word; (Athanasius, Apology contra Arian. 25 (i. 288a. Migne edition); Justinian manuscript 10,11, 8, § ἐ)).
Greek Monolingual
το, ΝΑ προκρίνω
νεοελλ.
καθετί που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης αποτελούν πρόκριμα για τις επερχόμενες εκλογές»)
αρχ.
1. η εκ τών προτέρων κρίση ή απόφαση («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν», ΚΔ)
2. προδικαστική απόφαση.
Greek Monotonic
πρόκρῐμα: τό, πρόωρη κρίση, πρόκριση, προκατάληψη, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
πρόκρῐμα: τό, ἡ ἐκ τῶν προτέρων κρίσις, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. ε΄, 21, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Ρήτορες (Walz) 7. 1123, ἔνθα ὑπάρχει καὶ τὸ ῥῆμα προκριματίζομαι, τιμωροῦμαι πρότερον.
Middle Liddell
πρόκρῐμα, ατος, τό,
prejudgment, prejudice, NTest. [from προκρῑ́νω]
Chinese
原文音譯:prÒkrima 普羅-克里馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:前-審判
字義溯源:成見,臆斷;由(πρό)*=前)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 成見(1) 提前5:21