ἀμενηνός
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
[ᾰ], όν, also ή, όν Opp.H.2.58: (ἀ- priv., μένος):—poet. Adj., in Hom. chiefly of ghosts or shades,
A fleeting, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα = the powerless heads of the dead Od.10.521, al.; of dreams, 19.562; of one wounded, ἀ. ἔα χαλκοῖο τυπῇσι Il.5.887; Πυγμαῖοι Hes.Oxy.1358.18; rare in Trag. (alw. lyr.), ἀμενηνὸς ἀνήρ, of Ajax, S.Aj.890; νεκύων ἀμενηνὸν ἄγαλμα E.Tr.193.
2 of men in general, fleeting, φῦλ' ἀμενηνὰ χαμαιγενέων ἀνθρώπων h.Cer.352; σκιοειδέα φῦλ' ἀμενηνά Ar.Av.686.
3 in physical sense, feeble, weak, ἰσχνοῖσι καὶ ἀμενηνοῖσι Hp.Prorrh.2.30; ἀ. φωνή Arist.Pr.899a30; οἱ ἄκεντροι σφῆκες . . ἀμενηνότεροι Id.HA628b4, cf. Ti.Locr.100c; ὕδωρ ἀμενηνότατον πάντων Arr.Ind.6.3; ἀμενηνὸν κλῆμα, ἀμενηνὸν φύλλον, Thphr.CP3.14.5, HP3.9.1; σπερμάτιον 4.12.2 (Comp.); πῦρ Ph.2.564; faint, shadowy, ὄναρ Them.Or.21.263c:—neut. as adverb, ἀμενηνά = feebly, faintly, ἀμενηνὸν φθέγγεσθαι Arist.Pr.899a31; δρᾶν Philostr.Jun.Im.17; ἀμενηνὰ φαείνειν Arat.905. Regul. Adv. ἀμενηνῶς = without strength Agathem. ap. Gal.8.938.
II (as if from ἀ- priv., μένω) not permanent, lacking solidity, ephemeral, vain, κατηγορίαι Simp.inPh.832.12.
Spanish (DGE)
-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [tb. -ός, -ή, -όν Hp.Mul.1.5, Opp.H.2.58, Plot.6.6.18]
A I1de muertos, figuraciones y sueños que carece de la fuerza vital, fantasmagórico νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα Od.10.521, 536, 11.29, cf. Ar.Fr.222, Luc.DMort.20.2, νεκύων ἀμενηνὸν ἄγαλμα E.Tr.193, δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων Od.19.562, (ὄναρ) ἀμενηνόν τε ὄντως Them.Or.21.263c, (εἴδωλα) ἀμενηνὰ γὰρ καὶ ἀσθενῆ Plot.3.6.7, cf. ὕστερον αὖτ' ἀμενηνὸς ἀπείρονι κάππεσε δούπῳ A.R.4.1688.
2 de pers. debilitado, flojo, sin vigor debido a heridas o enfermedad ἤ κε ζὼς ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσι Il.5.887, ἰσχνοῖσί τε ἐοῦσι καὶ ἀμενηνοῖσι Hp.Prorrh.2.30, λεπτὴ καὶ ἀμενηνὴ (la mujer) ἐκ τῶν ἐπιμηνίων Hp.Mul.1.5
•de los hombres op. los dioses φῦλ' ἀμενηνὰ χαμαιγενέων ἀνθρώπων h.Cer.352
•de ciertos pueblos o razas Πυγμαῖ[οι] ἀμενηνοί Hes.Fr.150.18, σκιοιδέα φῦλ' ἀμενηνά Ar.Au.686
•gener. débil, desdichado μή με ζῶντ' ἀμενηνὸν ἐν ἀνθρώποισιν ἐάσῃς ναίειν h.Ven.188, ἀμενηνὸν ἄνδρα S.Ai.890, γέρων ὡσείτ' ἀμενηνός Mosch.4.113
•impotente (Ἀφροδίτης) ἔργα πρὸς ἰμερόεντα ... ἀμενηνὸν ἐόντα (φῶτα) Orph.L.470.
II 1de animales, plantas, abstr. débil εἰσὶ δ' οἱ ἄκεντροι (σφῆκες) ἐλάττους καὶ ἀμενηνότεροι Arist.HA 628b4, (νάρκη) μαλακή τε δέμας καὶ πᾶσ' ἀμενηνή Opp.H.2.58, τὰ δὲ κλήματα ἀμενηνὰ διὰ τὴν τῆς τροφῆς ἀσθένειαν Thphr.CP 3.14.5, cf. HP 4.12.2, Orph.A.916, οἱ μιμούμενοι ἀμενηνῇ τῇ φωνῇ μιμοῦνται Arist.Pr.899a30, cf. 31, ἀμενηνὴ ἡ ζωὴ τοῦ ζῴου αὐτοῦ Plot.6.6.18, τῷ τὰς κινάσιας ἀμενηνοτέρας γίγνεσθαι Ti.Locr.100c.
2 del agua, fuego, luz, etc. sutil, inconsistente τὸ δὲ φύλλον (ἔχουσα) λεπτότερον καὶ ἀμενηνότερον ἡ παραλία (πεύκη) Thphr.HP 3.9.1, φόως ἀ. Arat.786, ἀμενηνὰ φέρεσθαι = debilitarse (la luz de las estrellas), Arat.1016, σκιαί Ph.2.215, πῦρ Ph.2.564, ἀμενηνότερον πάντων εἶναι τὸ ὕδωρ ἐκεῖνο Arr.Ind.6.3.
3 anulado εἰναετῆ λώβην ἀμενηνὸν ἔθηκας = sanaste una dolencia de nueve años Orph.L.348.
III 1neutr. como adv. débil, vacilante, imprecisamente μηδ' ... σκοπιὴν ταύτην ἀμενηνὰ φυλάσσειν no vigiles este examen (astronómico) de manera imprecisa Arat.883, εἰ ... ἀμενηνὰ φαείνοι si brilla vacilantemente Arat.905.
2 neutr. como adv. apagadamente (τὠφθαλμὼ) ἀμενηνὸν ὁρῶντας (los ojos) que miran apagadamente Philostr.Iun.Im.17.1.
3 adv. ἀμενηνῶς = débilmente ἀμενηνῶς γὰρ καὶ ἐκλύτως πρόσεισι τῇ ἁφῇ Agathin. en Gal.8.938.
B no permanente (por falsa etimología a partir de μένω) αἴτιον δέ ἐστι τὸ ἀμενηνὰς ταύτας εἶναι (τὰς κατηγορίας) Simp.in Ph.832.12.
German (Pape)
[Seite 122] fem. ἀμενηνή Opp. H. 2, 58 (μένος, μένω), nicht Stand haltend, kraftlos, Hom. sechsmal, Iliad. 5, 887 ἤ κε ζὼς ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσιν, Od. 19, 562 δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων, 10, 521. 536. 11, 29. 49 νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα; – Eur. Troad. 193 ἀμ. νεκύων ἄγαλμα; φῦλα ἀνθρώπων H. Cer. 352; vgl. Ar. Av. 686; ἀνήρ Soph. Ai. 874; κινήσεις ἀμενηνότεραι Tim. Locr. 100 c; Theophr.; Luc. Gall. 5. – Adv. ἀμενηνῶς Galen.; ἀμενηνὰ φαείνειν Arat. 173.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
sans consistance, vacillant, faible.
Étymologie: ἀ, μένος.
English (Autenrieth)
(μένος): powerless, feeble, Il. 5.887; of the shades of the dead, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, of dreams, ‘unsubstantial,’ Od. 19.562.
Greek Monolingual
ἀμενηνός, -ον και -ος, -ή, -ον (Α)
1. (στον Όμηρο κυρίως για φαντάσματα, σκιές νεκρών και όνειρα) αυτός που κινείται ελαφρά και εξαφανίζεται γρήγορα και σιωπηλά, φευγαλέος
2. (μετά τον Όμηρο για πρόσωπα και πράγματα) α) άστατος, παροδικός
β) ανίσχυρος, αδύναμος, άτονος, εξαντλημένος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀμενηνόν
αδύναμα, άτονα, ανίσχυρα
4. φρ. «ἀμενηνὸς ἀνήρ», για τον εξαντλημένο από την ασθένεια Αίαντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀμενής.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμενηνῶ].
Greek Monotonic
ἀμενηνός: [ᾰ], -όν (μένος),
1. αδύναμος, ανίσχυρος, ευάλωτος, αέρινος, λέγεται για φαντάσματα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· λέγεται για όνειρα, στο ίδ. ή για κάποιον τραυματισμένο, σε Ομήρ. Ιλ.
2. χρησιμοποιείται για τους θνητούς εν γένει, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμενηνός: 2, редко 3
1 бессильный, слабый, немощный (φῦλ᾽ ἀνθρώπων HH; ἀνήρ Soph.; φωνή Arst.): ἀ. τυπῇσιν Hom. сраженный ударами;
2 безжизненный (νεκύων κάρηνα Hom.; νεκύων ἄγαλμα Eur.);
3 призрачный, мимолетный (ὀνείρατα Hom.; εὐδαιμονία Luc.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: without power (Il).
Derivatives: ἀμενήνωσεν Ν 562.
Origin: IE [Indo-European] [726] *menos Gr.
Etymology: Built on ἀμενής (E.), from μένος, perhaps after ἀκμηνός (Od.).
Middle Liddell
μένος
1. powerless, fleeting, feeble, of ghosts, Od., etc.; of dreams, Od.; of one wounded, Il.
2. of mortal men generally, Hhymn., Ar.
Frisk Etymology German
ἀμενηνός: {amenēnós}
Meaning: kraftlos, schwach (ep. ion. poet., hell. und spät).
Derivative: Davon ἀμενήνωσεν Ν 562.
Etymology: Wahrscheinlich aus ἀμενής (E.) erweitert, vielleicht nach dem Vorbild von ἀκμηνός (Od.). Kaum mit Bechtel Lex. aus *ἀμενεσανός. Vgl. noch Schwyzer 490: 6 m. Lit.
Page 1,91