ὀφείλημα
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
English (LSJ)
ατος, τό, that which is owed, debt, Th.2.40, etc.; ἀποτίνειν ὀ. Pl.Lg.717b; ἀποδοτέον Arist. EN1165a3: also in Inscrr., IG12.57.14, SIG306.38 (Tegea, iv B. C.), 1108.11 (Callatis, iii/ii B. C.), etc.; and Pap., PHib.1.42.10 (iii B. C.), etc.; cf. ὀφήλωμα.
German (Pape)
[Seite 424] τό, das, was Einer schuldig ist, die Schuld; ἀποτίνειν ὀφειλήματα, Plat. Legg. IV, 717 b; Sp., wie Matth. 7, 12; Lob. Phryn. 465.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dette, obligation.
Étymologie: ὀφείλω.
Russian (Dvoretsky)
ὀφείλημα: ατος τό долг, задолженность Thuc. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφείλημα: τό, τὸ ὀφειλόμενον, ὀφειλή, χρέος, Θουκ. 2. 40· ἀποτίνειν ὀφ. Πλάτ. Νόμ. 717Β· ἀποδοῦναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 5.
English (Strong)
from (the alternate of) ὀφείλω; something owed, i.e. (figuratively) a due; morally, a fault: debt.
English (Thayer)
ὀφειλητος, τό (ὀφείλω), that which is owed;
a. properly, that which is justly or legally due, a debt; so for מַשָּׁאָה, ἀφιέναι, ἀποτίνειν, Plato, legg. 4, p. 717b.; ἀποδιδόναι, Aristotle, eth. Nic. 9,2, 5 (p. 1165a, 3). κατά ὀφείλημα, as of debt, חוב or חובָא (which denotes both debt and sin), metaphorically, offence, sin (see ὀφειλέτης, b.); hence, ἀφιέναι τίνι τά ὀφειλετα αὐτοῦ, to remit the penalty of one's sins, to forgive them, (Chaldean חובִין שְׁבַק), Winer's Grammar, 30,32, 33.)
Greek Monolingual
το (ΑΜ ὀφείλημα) οφείλω
1. οφειλή, χρέος («ἀλλ' ὡς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων», Θουκ.)
2. (στην Κυριακή προσευχή) αμαρτία («καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν»).
Greek Monotonic
ὀφείλημα: τό, αυτό το οποίο οφείλει κάποιος, χρέος, οφειλή, σε Θουκ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὀφείλημα, ατος, τό,
that which is owed, a debt, Thuc., Plat.
Chinese
原文音譯:Ñfe⋯lhma 哦費累馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:欠(果效) 相當於: (נָשָׁא)
字義溯源:債;欠債,所欠的,該得的,罪,源自 (ὀφείλω)*=欠債。參讀 (ὀφείλω)同源字
出現次數:總共(2);太(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 該得的(1) 羅4:4;
2) 債(1) 太6:12