χάϊος

From LSJ
Revision as of 19:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάϊος Medium diacritics: χάϊος Low diacritics: χάϊος Capitals: ΧΑΪΟΣ
Transliteration A: cháïos Transliteration B: chaios Transliteration C: chaios Beta Code: xa/i+os

English (LSJ)

[ᾱ], α, ον, genuine, true, good, Lacon. word in Ar.Lys.91; Comp. χαϊώτερος ib.1157; Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαΐου Alex.Aet.7 (Valck. for ἀρχαίου); cf. βαθυχάϊος:—also χᾱός, όν, χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν the good men of olden time, Theoc.7.5, ubi v. Sch., cf. χάσιος.

German (Pape)

[Seite 1324] ΐα, ϊον, echt, edel, gut, lakonisches Wort bei Ar. Lys. 90, χαϊώτερος 1157, aber mit zweideutiger Anspielung auf χάω, χαίνω, aufklaffend. Die Gramm. erwähnen noch χαός, χαιός, χάσιος, vgl. Lob. Phryn. 404.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
respectable, noble, bon.
Étymologie: DELG rien de clair.

Russian (Dvoretsky)

χάϊος: (ᾱ) лак. хороший, главный, благородный Arph.

Greek (Liddell-Scott)

χάϊος: [ᾱ], -α, -ον, γνήσιος, ἀληθής, ἀγαθός, Λάκων. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 91· Συγκρ. χαϊώτερος, αὐτόθι 1157· Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαΐου Ἀλέξανδρ. Αἰτωλ. παρὰ τῷ Gell. 15. 20 (ὡς ὁ Valck. ἀντὶ ἀρχαίου)· πρβλ. βαθυχάϊος· ― φέρεται καὶ χαός, όν· χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν, οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι τῶν παλαιῶν χρόνων, Θεόκρ. 7. 5, ἔνθα ἴδε Σχολ.· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει χάσιος, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401·

English (Slater)

χᾱϊος, v. γάιος, Gow ad Theocr. 7. 5.

Greek Monolingual

-ΐα, -ον, και χαός, -όν, Α
αληθινός, γνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λακων. επίθ. που έχει σχηματιστεί πιθανότατα ως εξής: χά(h)ϊος < χάσιος (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χάσιος
αγαθός, χρηστός) με απώλεια του ενδοφωνηεντικού -σ- < χάτιος με συριστικοποίηση του οδοντικού < θ. χατο- (πρβλ. την γλώσσα του Ησύχ. εύ-χατότερον- πλουσιώτερον). Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε μια υποτιθέμενη ρίζα ghă με οδοντικό χαρακτήρα -t- / -d- και συνδέεται με τα γερμ. gut, γοτθ. gops (< gōda-) με σημ. «καλός, αγαθός», τα οποία βέβαια πρέπει να διαχωριστούν από την οικογένεια λ. που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ghedh- «συνδέω, ενώνω» με την οποία συνήθως συνδέονται].

Greek Monotonic

χάϊος: [ᾱ], -α, -ον, γνήσιος, αληθινός, καλός, Λακων. λέξη σε Αριστοφ.· ομοίως, χᾶός, -όν, χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν, οι καλοί άνθρωποι των παλιών χρόνων, σε Θεόκρ.

Frisk Etymology German

χάϊος: (-α-)
{kháïos}
Grammar: lakon. Adj.,
Meaning: etwa von guter Herkunft, edel, gut (Ar. Lys. 91)
Composita: mit Komp. χαϊώτερος (ebd. 1157); auch χαός ib. (Theok. 7, 5); βαθυχάϊος Bed. unbek. (A. Supp. 858 [lyr.], Text unsicher).
Etymology: Wohl zu χάσιος· ἀγαθός, χρηστός H. mit lakon. Schwund des -σ-. Sonst isoliert. Von Legerlotz KZ 8, 416 u. Lagercrantz KZ 35, 287f. (WP. 1, 532) als urgr. *χάτιος mit germ., z.B. got. goþs, nhd. gut, alb. zot tüchtig verglichen.
Page 2,1062