βρόμιος

From LSJ
Revision as of 13:41, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρόμιος Medium diacritics: βρόμιος Low diacritics: βρόμιος Capitals: ΒΡΟΜΙΟΣ
Transliteration A: brómios Transliteration B: bromios Transliteration C: vromios Beta Code: bro/mios

English (LSJ)

α, ον, (βρόμος) A sounding, φόρμιγξ Pi.N.9.8; noisy, boisterous, whence, II Βρόμιος, ὁ, as a name of Bacchus, Id.Fr.75.10, A.Eu.24, E.Ph.649 (lyr.), al., Telecl. 55; ὦ Διόνυσε B. Ar.Th.991; Βρομίου πῶμα, i.e. wine, E.Cyc.123; ποδαπὸς ὁ Βρόμιος;whence comes the wine? Alex. 230.3, cf. APl.4.309, AP9.368 (Jul. Imp., with play on βρόμος (B)). 2 Adj. Βρόμιος, α, ον, Bacchic, E.HF893 (lyr.), etc.; Β. χάρις, of the Dionysia, Ar.Nu.311:—also Βρομιώδγς, ες, Bacchic, πηλός, of a drinking-cup, AP11.27 (Maced.): fem. Βρομιῶτις, ιδος, ἡ, Opp.C.4.340: as substantive, Bacchante, ib.300. III βρόμιον, τό, name of a plaster, Orib.Fr.90.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): βρόμεος Zonar.124.1C.
que resuena, resonante φόρμιγξ Pi.N.9.8, de Ártemis, Orph.H.36.2, de Dioniso, Corn.ND 30
crepitante del fuego, Zonar.l.c.

German (Pape)

[Seite 464] lärmend, rauschend, φόρμιγξ Pind. N. 9, 8; bes. ὁ Βρόμιος, Beiname des Bacchus, Aesch. Eum. 24; Eur. Phoen. 625 u. öfter; Ar. Th. 991; adj., den Bacchus betreffend, bacchisch; κρόταλα Eur. Hel. 1324; θύρσος Herc. Fur. 890; χάρις βρομία Ar. Nubb. 310; Νυμφαί scol. 8 Iac.; βρομίου πῶμα Wein, Eur. Cycl. 122; ὄμμα βρομίῳ βεβαρημένος Ep. ad. 525 (Plan. 309).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρόμιος -α -ον βρόμος weerklinkend, dreunend.

Russian (Dvoretsky)

βρόμιος:
1 гудящий, поющий (φόρμιγξ Pind.);
2 вакхов, вакхический (θύρσος Eur.; χάρις Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

βρόμιος: -α, -ον, (βρόμος) ὁ ἠχῶν, ἀντηχῶν, φόρμιγξ Πίνδ. Ν. 9. 18· ― θορυβώδης, ἄγριος, θυελλώδης. ΙΙ. Βρόμιος, ὁ ὡς ὄνομα τοῦ Βάκχου, Πίνδ. Ἀποσπ. 45, Αἰσχύλ. Εὐμ. 24, συχν. παρ' Εὐρ.· Βρομίου πῶμα, οἶνος, Εὐρ. Κύκλ. 123· ὡσαύτως παρὰ κωμ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 991, Τηλεκλ. ἐν. Ἀδήλ. 24, Ἀλεξ. Τοκ. 1. 2) ἐπίθ. Βρόμιος, α, ον, βακχικός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 889, κτλ. · Β. χάρις, ἐπὶ τῶν Διονυσίων, Ἀριστοφ. Νεφ. 311· ― οὕτω Βρομιώδης, ες, (εἶδος) βακχικός, Ἀνθ. Π. 11. 27· ― θηλ. Βρομιῶτις, ιδος, ἡ Ὀππ. Κ. 4. 340· βάκχη, αὐτόθι 300.

English (Slater)

βρόμιος
a loud sounding ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ὄρσομεν (N. 9.8)
b epithet of Dionysos, the loud shouting one ε]ἰδότες οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. . τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν fr. 75. 10.

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο βρόμος (II)]
βρόμικος, βρομερός.
(II)
βρόμιος, -α, -ον (Α)
1. ηχηρός, θορυβώδης
2. διονυσιακός, βακχικός
3. ως ουσ. Βρόμιος, ο
επωνυμία του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρόμος (III) . Το επίθ. βρόμιος χρησιμοποιήθηκε από τον Πίνδαρο για να χαρακτηρίσει τη λύρα, αλλά κυρίως ως επωνυμία του Διονύσου λόγω των χαρακτηριστικών του ιδιοτήτων (θεός του γλεντιού, του κρασιού κ.λπ.)].

Greek Monotonic

βρόμιος: -α, -ον (βρόμος), θορυβώδης, θυελλώδης.

Middle Liddell

βρόμος
sounding, boisterous