ἔξαλμα

From LSJ
Revision as of 16:32, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαλμα Medium diacritics: ἔξαλμα Low diacritics: έξαλμα Capitals: ΕΞΑΛΜΑ
Transliteration A: éxalma Transliteration B: exalma Transliteration C: eksalma Beta Code: e)/calma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐξάλλομαι)
A = πήδημα, Hsch.
II distance, interval, τὸ μέγιστον ἔ. οὐρανὸς καὶ γῆ A.D.Adv.209.2 (s. v.l.), cf. Sch. D.P.30 (nisi leg. ἔξαρμα); ἔξαλμα ἀπὸ ζῳδίου ἐπὶ ζῴδιον, of the sun or moon, Paul.Al.S.1, cf. Barbill. in Cat.Cod.Astr.8(3).104 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1salto βοῇ τε πολλῇ καὶ ἐξάλμασι χρώμενοι, καθάπερ ἐνθουσιῶντες en una procesión, Gr.Naz.M.36.516C, cf. Hsch.ε 3540, Zonar., ἐν τῇ τῶν ἐξαλμάτων ἄρσει de caballos Hippiatr.Cant.93.16.
2 astrol., en el zodíaco salto o elevación de planetas desde un domicilio zodiacal al siguiente ἕως ἂν ἔ. ποιήσηται ἀπὸ ζῳδίου ἐπὶ ζῴδιον Paul.Al.92.6, cf. 93.12, Barbillus en Cat.Cod.Astr.8(3).104.14.
3 impulso, estímulo ἐπειδὰν ... τὸ τοῦ οἴνου προσλάβωσιν ἔ. Basil.M.32.1325D, τὸ ἓν ἔ. τῆς κινήσεως Cyr.Al.M.77.1141D
fig. exultación τὸ ἓν ἔ. τῆς λαμπρότητος de la Trinidad, Gr.Naz.M.36.364B, cf. Ath.Al.M.28.1604C.
II distancia, intervalo τὸ γὰρ μέγιστον ἔ. οὐρανὸς καὶ γῆ A.D.Adu.209.2, cf. Sch.D.P.30.

German (Pape)

[Seite 866] τό, der Sprung heraus, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαλμα: τό, (ἐξάλλομαι), πήδημα ἔκ τινος μέρους εἰς ἄλλο, Ἀπολλών. π. Ἐπιρρ. 624. 7, Σχόλ. εἰς Διον. Π. 325, 35· ἀπόστασις, Ψευδο-Ἀθαν. IV. 1604C. ― Τροπικῶς, ἀγαλλίασις, ὑπερβάλλουσα χαρμονή, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 516C.

Greek Monolingual

ἔξαλμα, το (AM) εξάλλομαι
1. άλμα, πήδημα
2. αγαλλίαση
αρχ.
απόσταση, διάστημα.