περίκλασις

From LSJ
Revision as of 18:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκλᾰσις Medium diacritics: περίκλασις Low diacritics: περίκλασις Capitals: ΠΕΡΙΚΛΑΣΙΣ
Transliteration A: períklasis Transliteration B: periklasis Transliteration C: periklasis Beta Code: peri/klasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A twisting round, τῆς πόας Plu.2.325b (pl.); σώματος ib.45d. 2 breaking round or on something, π. τοῦ αἰθέρος Id.Lys.12; κάταγμα γιγνόμενον κατὰ περίκλασιν Gal.18(2).436. II wheeling round of an army, Plb.10.23.6,11.23.2; π. λαμβάνειν Plu.Flam.8. 2 generally, change of direction, of winds, Thphr.Vent.28. 3 modification, τοῦ κόσμου Stoic.2.300 (pl.). 4 Gramm., κατὰ περίκλασιν with the circumflex accent, D.T.630.2. III of ground, brokenness, ruggedness, Plb.3.104.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 579] ἡ, das Umbrechen, bes. das Herumführen des Heeres im Bogen, Pol. 10, 21, 6. 11, 23, 2; auch von unebenem Boden, 3, 104, 4 (s. das Folgde); Plut. plac. phil. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire fléchir, de courber.
Étymologie: περικλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίκλᾰσις -εως, ἡ [1. περικλάω] botsing:; λάμπειν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῦ αἰθέρος (sterren) stralen door tegendruk en botsing van de lucht Plut. Lys. 12.4; milit. zwenking:. τοῦ δ’ εὐωνύμου... περίκλασιν λαμβάνοντος toen de linkervleugel een zwenking maakte Plut. Flam. 8.4.

Russian (Dvoretsky)

περίκλᾰσις: εως ἡ
1 сгибание или согнутость (σώματος Plut.);
2 помятость (τῆς πόας Plut.);
3 физ. преломление или преломляемость (τοῦ αἰθέρος Plut.);
4 неровность, пересеченность (τῶν τόπων Polyb.);
5 (о марше), движение по ломаной линии, резкий поворот, Polyb.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, ΜΑ περικλώ
κυκλική κάμψη, συστροφή
αρχ.
1. κάμψη, λύγισμα
2. (για στρατό) περιστροφή σε σχήμα τόξου
3. κυκλική, πλήρης ανάκλαση («λάμπειν μὲν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῦ αἰθέρος», Λυσ.)
4. (για άνεμο) αλλαγή διεύθυνσης, πορείας
5. τροποποίηση
6. (για έδαφος) ανωμαλία, τραχύτητα
7. φρ. «κατὰ περίκλασιν»
γραμμ. με περισπωμένη.

Greek Monotonic

περίκλᾰσις: ἡ, πετρώδες έδαφος, τραχύτητα εδάφους, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

περίκλᾰσις: ἡ, λύγισμα, κάμψις, τῆς πόας Πλούτ. 2. 325Β· σώματος αὐτόθι 45D. ΙΙ. ἡ στροφὴ ἢ περιστροφὴ στρατοῦ, Πολύβ. 10. 21, 6., 11. 23, 2· - μεταφορ., ἐπὶ ἀνέμων, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 28· π. τοῦ αἰθέρος Πλουτ. Λύσ. 12. ΙΙΙ. ἐπὶ ἐδάφους, τραχύτης, τὸ πετρῶδες, Πολύβ. 3. 104, 4.

Middle Liddell

περίκλᾰσις, εως,
ruggedness of ground, Polyb.