ὀπωρινός

From LSJ
Revision as of 21:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπωρινός Medium diacritics: ὀπωρινός Low diacritics: οπωρινός Capitals: ΟΠΩΡΙΝΟΣ
Transliteration A: opōrinós Transliteration B: opōrinos Transliteration C: oporinos Beta Code: o)pwrino/s

English (LSJ)

ή, όν, of ὀπώρα or late summer, ἀστέρ' ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, i. e. Sirius, the star whose rising marked the beginning of that season (v. ὀπώρα), Il.5.5; ἦμαρ 16.385; βορέης 21.346, Od.5.328; ὄμβρος Hes.Op.674, 677; ὄρχατοι E. Fr.896; δέλφαξ Ar.Fr.506.4; πυλαία SIG239C31, al. (Delph., iv B. C.). [In Hom. the last syllable is always long (by position in Il.21.346), and the penultimate is long also, metri gr.: when the ult. is short, the penultimate also is short, as in Hes.Op.674; in Att. ῐ always; cf. μετοπωρινός.]

German (Pape)

[Seite 365] herbstlich, zur Jahreszeit ὀπώρα gehörig, hundstägig; ἀστήρ, d. i. der Sirius, Il. 5, 5; ἤματ' ὀπωρινῷ, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς, 16, 385; Βορέης, 21, 346, wie Od. 5, 328; Διὸς ὄμβρος, Hes. O. 676; sp. D. – [Die Epiker brauchen ι lang, wenn die letzte Sylbe lang ist, des Verses wegen.]

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la fin de l'été, de l'automne : ὀπωρινὸς ἀστήρ IL la canicule.
Étymologie: ὀπώρα.

Russian (Dvoretsky)

ὀπωρῐνός: (иногда ῑ) приходящийся на позднее лето (Βορέης Hom.; ὄμβρος Hes.): ἀστὴρ ὀ. Hom. = Σείριος (см. ὀπώρα 1).

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωρινός: -ή, -όν, ὁ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ὀπώρας, ἀκάματον πῦρ, ἀστέρ’ ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, δηλ. τῷ Σειρίῳ, οὗ ἡ ἐπιτολὴ ἐσήμαινε τὴν ἔναρξιν ἐκείνης τῆς ὥρας τοῦ ἔτους (ἴδε ὀπώρα), Ἰλ. Ε. 5· ἦμαρ Π. 385· βορέης Φ. 346, Ὀδ. Ε. 328· ὄμβρος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 672, 676· ὄρχατοι Εὐρ. Ἀποσπ. 888 δέλφαξ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421. [Παρ’ Ὁμ., ὅστις μόνον τὰς πλαγίας πτώσεις μεταχειρίζεται, ὅταν ἡ λήγουσα ᾖ μακρά, τότε καὶ ἡ παραλήγουσα πρέπει νὰ ᾖ ὡσαύτως μακρά· - ἀλλ’ ὅταν ἡ λήγουσα ᾖ βραχεῖα, ἡ παραλήγουσα εἶναι ὡσαύτως βραχεῖα, ὡς παρ’ Ἡσ.· παρ’ Ἀττ. ἀείποτε. ῐ πρβλμετοπωρινός]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332.

Greek Monolingual

ὀπωρινός, -ή, -όν (Α) οπώρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή της οπώρας ή αυτός που γίνεται κατά την εποχή της οπώρας («μηδὲ μένειν τε οἶvov νέον καὶ ὀπωρινὸν ὄμβρον», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

ὀπωρινός: -ή, -όν (ὀπώρα), αυτός που λαμβάνει χώρα κατά την ύστερη περίοδο του καλοκαιριού, ἀστὴρ ὀπωρινός, δηλ. ο Σείριος (πρβλ. ὀπώρα Ι), σε Όμηρ. ( στην Αττ., στον Όμηρ. πριν από άλλη μακρά συλ.).

Middle Liddell

ὀπωρινός, ή, όν ὀπώρα
at the time of late summer, ἀστὴρ ὀπ., i. e. Sirius (cf. ὀπώρα 1), Hom. [ῐ attic, ῑ in Hom. before another long syllable]