ἐριούνιος

From LSJ
Revision as of 22:45, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριούνιος Medium diacritics: ἐριούνιος Low diacritics: εριούνιος Capitals: ΕΡΙΟΥΝΙΟΣ
Transliteration A: erioúnios Transliteration B: eriounios Transliteration C: erioynios Beta Code: e)riou/nios

English (LSJ)

and ἐριούνης, ὁ, Ep. epithet of Hermes, of uncertain meaning, A σῶκος ἐριούνιος Ἑρμῆς Il.20.72; Ἑρμείας ἐριούνιος 24.457, 679; ἐριούνης Ἑρμείας 20.34, Od.8.322; Διὸς ἐριούνιος υἱός h.Merc. 28; θεῶν ἐριούνιε δαῖμον ib.551: abs., ἐριούνιος, i.e. Hermes, Il.24.360,440; Ἑρμῆς ἐ., opp. δόλιος, Ar.Ra.1144, cf. EM374.24; also in later Prose, θεοί Ant.Lib.25.2. II as adjective, ἐ. νόος Orph.L.199.

German (Pape)

[Seite 1030] ὁ (ὀνίνημι), heißt Hermes, der sehr Nützende, Gewinnbringende, Il. 20, 72. 24, 679; h. Herc. 3 u. sp. D., wie Orph. h. 27, 8; Ar. Ran. 1144 setzt Ἑρμῆς ἐριούνιος dem δόλιος entgegen. Vgl. ἀκάκητα. Dah. Ἀριούνιος allein für Hermes steht, Il. 24, 360. 440. Nur Orph. Lith. pr. 69 σοφίη u. 2, 9 νόος, d. i. mild.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ),
1. le bienfaisant, ép. d'Hermès, IL. 20.72, 24.360, 457, 679, etc.; h.Merc. 28; AR. Ran. 1144;
2. adj. bienfaisant, ORPH. Lith. 197.
Étymologie: ἐρι-, ὀνίνημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐριούνιος:спешащий на помощь, оказывающий помощь, благодетельствующий (эпитет Гермеса) Hom., HH, Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριούνιος: καὶ ἐριούνης, ὁ, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ Ἑρμ. (πιθ. ἐκ τοῦ ἐρ-, ὀνίνημι), ὁ ἔρι ὀνινύς, ὁ ἄγαν ὠφελῶν, μεγαλωφελής, πρόξενος εὐτυχίας, σῶκος, ἐριούνιος Ἑρμῆς, «ὁ σωσίοικος καὶ πολυωφελὴς Ἑρμῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 72· Ἑρμείας ἐριούνιος Ω. 457, 679· οὕτω καὶ ἐριούνης Ἑρμείας Υ. 34. Ὀδ. Θ. 322· Διὸς ἐριούνιος υἱὸς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 28· θεῶν ἐριούνιε δαῖμον αὐτόθι 551· ἀπολ. Ἐριούνιος, δηλ. ὁ Ἑρμῆς, Ἰλ. Ω. 360, 440: - ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1144, Ἑρμῆς ἐριούνιος κεῖται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δόλιος· πρβλ. ποιητ. παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 374. 24· ἴδε τὴν λέξιν ἀκάκητα. ΙΙ. ἐρ. νόος Ὀρφ. Λιθ. 197, πρβλ. καὶ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐριούνιος και ἐριούνης, ὁ (Α)
1. (για τον Ερμή) α) επικό επίθ. αβέβαιης σημασίας (πιθ. ο πολύ ευφυής ή ο πολύ ωφέλιμος)
β) (και απόλ.) Ἐριούνιος
ο Ερμής
2. ως επίθ.ἐριούνιος νόος» — επιεικής, Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].