ἁρμοῖ

From LSJ
Revision as of 07:18, 6 April 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "=Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> " to "=<span class="sense"><span class="bld">A</span> Adv. ")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμοῖ Medium diacritics: ἁρμοῖ Low diacritics: αρμοί Capitals: ΑΡΜΟΙ
Transliteration A: harmoî Transliteration B: harmoi Transliteration C: armoi Beta Code: a(rmoi=

English (LSJ)

A Adv. just, lately, A.Pr.615, Theoc.4.51, Lyc.106, Call.Fr. 44; at once, Hp.Mul.1.36. 2 just, a little, ib.4, Steril.213. 3 tightly, Id.Cord.12.—Written ἁρμῷ Pi.Fr.10, Pherecr.111, Hp.Cord. l.c., cf. EM144.49. (Old locative of ἁρμός.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἁρμῷ Hp.Cord.12, Pherecr.115
adv.
1 hace poco, recientemente ἁ. πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους A.Pr.615, ἁ. μ' ὧδ' ἐπάταξε Theoc.4.51, θύσαισιν ἁ. μηλάτων ἀπάργματα Lyc.106, ἁ. ... ἐπέτρεχε Call.Fr.274.1, cf. Pherecr.l.c.
en seguida, de inmediato ἢν ἁ. μελεδαίνηται Hp.Mul.1.36.
2 un poco τοῦ στόματος τῶν μητρέων ... ἁ. μεμυκότος Hp.Mul.1.4, Steril.213.
3 ajustadamente, herméticamente del cierre de una válvula cardíaca, Hp.Cord.l.c.
• Diccionario Micénico: a-mo-i-je-to (?).

German (Pape)

[Seite 356] (ἀρμοῖ scheint falsche Schreibart, vgl. Lob. zu Phryn. p. 19), 1) eben, jüngst, wie ἄρτι, Aesch. Prom. 618; Theocr. 4, 51; Lycophr. 106. Es soll ein Syracusanisches Wort sein. – 2) = ἡσυχῆ, μικρῶς, Hippocr. S. ἁρμῶ.

French (Bailly abrégé)

adv.
sur-le-champ, tout à l'heure.
Étymologie: ἁρμός.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμοῖ: v.l. ἀρμοῖ adv. только что, как раз, совсем недавно Aesch., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμοῖ: ἐπίρρ. ἄρτι, ἀρτίως, νεωστί, πρὸ ὀλίγου, «τώρα», ἁρμοῖ πέπαυμαι τούς ἐμούς θρηνῶν πόνους Αίσχύλ. Πρ. 615 (ἐνθα ἴδε Blomf.), Θεόκρ. 4.51, Λυκόφρ. 106. 2) ἡσυχῇ, μικρῶς, κατ’ ὀλίγον, Ἱππ. 591. 47., 675. 18, κτλ.· - γράφεται ἁρμῷ ὑπὸ τοῦ Πινδ. κατὰ τὸν Εὐστ. (Πονημάτ. 57. 18), πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 144. 19, καὶ ὑπὸ Φερεκράτ. (ἐν «Μεταλλεῦσι» 4) κατὰ τὸν Ἐρωτιανὸν (σ. 56), ἀλλ’ ἐπειδὴλέξις εἶναι Δωρική, ὁ Meineke δικαίως ἀμφιβάλλει περί τῆς χρήσεως αὐτῆς ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδ. (εἶναι δὲ πράγματι ἀρχαία δοτικὴ ἐκ τοῦ ἁρμός· πρβλ. οἴκοι, πέδοι, κτλ.).

English (Slater)

ἁρμοῑ (fort. ἁρμῷ scribendum) at once, just now ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται (Schneidewin: ἁρμῶ codd. Eustathii: unde scrips. ἁρμῷ edd. vulg.: τὸ ἁρμῶ ἤγουν ἄρτι, ὃ παρ' ἑτέροις ἁρμοῖ λέγεται. Eustath., proem. Pind., 21) fr. 10.

Greek Monolingual

ἁρμοῑ επίρρ. (Α)
1. πριν από λίγο, τώρα μόλις
2. ήσυχα, σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία τοπική πτώση του τ. αρμός με επιρρηματική χρήση].

Greek Monotonic

ἁρμοῖ: επίρρ. = ἄρτι, ἀρτίως, ακριβώς, πρόσφατα, τελευταία, πριν λίγο, σε Αισχύλ., Θεόκρ. (στην πραγματικότητα, αρχ. δοτ. του ἁρμός· πρβλ. οἴκοι, πέδοι).

Middle Liddell

=ἄρτι, ἀρτίως
just, newly, lately, Aesch., Theocr. [In fact, an old dat. of ἁρμός; cf. οἴκοι, πέδοι.]

English (Woodhouse)

recently, just now

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)