ὀχλώδης
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ες, A turbulent, unruly, θηρίον Pl.R.590b; troublesome, of sores, Hp.Fract.11; τὸ ὀ. τῆς παρασκευῆς troublesomeness, Th.6.24. 2 common, vulgar, δόξα Plu.Cat.Ma.18; θρίαμβος Id.Luc. 37.
German (Pape)
[Seite 431] ες, d. i. ὀχλοειδής, dem großen Haufen ähnlich, unruhig, beunruhigend; ὑπὸ τῷ ὀχλώδει θηρίῳ, Plat. Rep. IX, 590 b; θρίαμβος, Plut. Luc. 37; τὸ ὀχλῶδες, Thuc. 6, 24.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 tumultueux, turbulent ; τὸ ὀχλῶδες THC le tumulte, les embarras;
2 populaire, commun, vulgaire.
Étymologie: ὄχλος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ὀχλώδης:
1 беспокойный, мятущийся (θηρίον Plat.);
2 общенародный, всеобщий (δόξα, θρίαμβος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ὄχλῳ, ὅθεν, 1) ταραχώδης, ἄτακτος, θηρίον Πλάτ. Πολ. 590Β˙ καθόλου, ὀχληρός, ἐνοχλητικός, ἐπὶ ἑλκῶν, Ἱππ. Ἀγμ. 759˙ τὸ ὀχλ., ἡ ὀχληρότης, Θουκ. 6. 24. 2) κοινός, χυδαῖος, δόξα Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 18˙ θρίαμβος ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 37.
Greek Monolingual
ὀχλώδης, -ῶδες (ΑΜ) όχλος
αυτός που προέρχεται από τον όχλο, χυδαίος
αρχ.
1. θορυβώδης, ταραχώδης
2. δυσάρεστος, οχληρός
3. (σχετικά με πληγές) ενοχλητικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀχλῶδες
η οχληρότητα.
Greek Monotonic
ὀχλώδης: -ες (εἶδος), κάτι που μοιάζει με όχλο· ομοίως,
1. ταραχώδης, ακυβέρνητος, σε Πλάτ.· τὸ ὀχλῶδες, οχληρότητα, το να προκαλεί κάποιος ενόχληση σε κάποιον, σε Θουκ.
2. κοινός, χυδαίος, λαϊκός, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὀχλ-ώδης, ες εἶδος
like a mob, and so,
1. turbulent, unruly, Plat.; τὸ ὀχλ. troublesomeness, Thuc.
2. common, vulgar, Plut.