ζωγραφικός

From LSJ
Revision as of 11:21, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωγρᾰφικός Medium diacritics: ζωγραφικός Low diacritics: ζωγραφικός Capitals: ΖΩΓΡΑΦΙΚΟΣ
Transliteration A: zōgraphikós Transliteration B: zōgraphikos Transliteration C: zografikos Beta Code: zwgrafiko/s

English (LSJ)

ή, όν, skilled in painting, Pl.Tht.145a, X.Smp.4.21: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of painting, D.S.14.46; connected with painting, used by painters, γένη BGU10.11 (ii A.D.); ἀσβολή Dsc.5.162. Adv. -κῶς S.E.M.11.255.

German (Pape)

[Seite 1142] ή, όν, im Malen erfahren, Plat. Theaet. 145 a; ἡ ζ., sc. τέχνη, Malerkunst, D. Sic. 14, 46; ζωγραφικῶς, Schol. Il. 3, 327.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habile à peindre ; ἡ ζωγραφική (τέχνη) l'art de la peinture.
Étymologie: ζωγράφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωγραφικός -ή -όν [ζωγραφία] bedreven in schilderen.

Russian (Dvoretsky)

ζωγρᾰφικός: умеющий писать с натуры, искусный в живописи Plat.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ζωγραφικός, -ή, -όν) ζωγράφος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωγραφιά ή στον ζωγράφο, αυτός που χρησιμοποιείται ή ανήκει στη ζωγραφική («έργα ζωγραφικά»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ζωγραφική
(ενν. τέχνη)
μία από τις εικαστικές τέχνες, που έχει ως έργο την αναπαράσταση πάνω σε μια επιφάνεια προσώπων, ζώων ἡ πραγμάτων
νεοελλ.
1. αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά, πιστά, ο παραστατικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζωγραφικά
η αμοιβή του ζωγράφου για την εκτέλεση ενός ζωγραφικού πίνακα
αρχ.
αυτός που είναι έμπειρος στο ζωγράφισμα.
επίρρ...
ζωγραφικά και ζωγραφικώς (AM ζωγραφικῶς)
από ζωγραφική άποψη ή κατά ζωγραφικό τρόπο, ζωγραφιστά.

Greek Monotonic

ζωγρᾰφικός: -ή, -όν, αυτός που διαθέτει επιτηδειότητα ή ταλέντο στη ζωγραφική, σε Πλάτ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ζωγρᾰφικός: -ή, -όν, ἔμπειρος πρὸς τὸ ζωγραφεῖν, Πλάτ. Θεαιτ. 145Α, Ξεν. Συμπ. 4, 21· ἡ ζωγραφικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ζωγραφεῖν, Διόδ. 14. 46. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 255.

Middle Liddell

ζωγρᾰφικός, ή, όν
skilled in painting, Plat., Xen. [from ζωγράφος