πρόκριμα

From LSJ
Revision as of 18:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκρῐμα Medium diacritics: πρόκριμα Low diacritics: πρόκριμα Capitals: ΠΡΟΚΡΙΜΑ
Transliteration A: prókrima Transliteration B: prokrima Transliteration C: prokrima Beta Code: pro/krima

English (LSJ)

ατος, τό, A prejudgement, 1 Ep.Ti.5.21, Anon. ap. Suid., Greg.Cor. in Rh.7.1123 W. 2 = praejudicium, IG5(1).21 ii 7 (Sparta, ii A.D.), Mitteis Chr.88 ii 30 (ii A.D.), PFlor.68.13 (ii A.D.), Cod.Just.10.11.8.5.

German (Pape)

[Seite 731] τό, das Vorausentschiedene, das Vorurtheil, Sp., wie N. T.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jugement porté d'avance, prévention.
Étymologie: προκρίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόκριμα -ατος, τό [προκρίνω] vooroordeel.

Russian (Dvoretsky)

πρόκρῐμα: ατος τό предрассудок, предубеждение NT.

English (Strong)

from a compound of πρό and κρίνω; a prejudgment (prejudice), i.e. prepossession: prefer one before another.

English (Thayer)

προκρίματος, τό (πρό and κρίμα), an opinion formed before the facts are known, a prejudgment, a prejudice, (Vulg. praejudicium): Suidas, under the word; (Athanasius, Apology contra Arian. 25 (i. 288a. Migne edition); Justinian manuscript 10,11, 8, § ἐ)).

Greek Monolingual

το, ΝΑ προκρίνω
νεοελλ.
καθετί που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης αποτελούν πρόκριμα για τις επερχόμενες εκλογές»)
αρχ.
1. η εκ τών προτέρων κρίση ή απόφαση («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν», ΚΔ)
2. προδικαστική απόφαση.

Greek Monotonic

πρόκρῐμα: τό, πρόωρη κρίση, πρόκριση, προκατάληψη, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

πρόκρῐμα: τό, ἡ ἐκ τῶν προτέρων κρίσις, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. ε΄, 21, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Ρήτορες (Walz) 7. 1123, ἔνθα ὑπάρχει καὶ τὸ ῥῆμα προκριματίζομαι, τιμωροῦμαι πρότερον.

Middle Liddell

πρόκρῐμα, ατος, τό,
prejudgment, prejudice, NTest. [from προκρῑ́νω]

Chinese

原文音譯:prÒkrima 普羅-克里馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:前-審判
字義溯源:成見,臆斷;由(πρό)*=前)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 成見(1) 提前5:21