ἐνετός

From LSJ
Revision as of 19:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνετός Medium diacritics: ἐνετός Low diacritics: ενετός Capitals: ΕΝΕΤΟΣ
Transliteration A: enetós Transliteration B: enetos Transliteration C: enetos Beta Code: e)neto/s

English (LSJ)

ή, όν, A inserted, σκυταλίδες J.AJ3.6.5; for injection, τροχίσκοι Paul.Aeg.7.12 (v.l. ἐνετικῶν.) II suborned, X.Cyr.1.6.19, An.7.6.41, App.BC1.22, Mith.59.

Spanish (DGE)

-όν
• Alolema(s): ἔνετος I.AI 3.136
1 de pers. comprado, instigado, inducido a hablar por dinero ἄλλοι δ' ἐνετοὶ λέγοντες X.Cyr.1.6.19, cf. App.BC 1.22
subst. ἐκβοησάντων δὲ τῶν ἐνετῶν ὅτι ... App.Mith.59
c. ὑπό y gen. Πολυκράτης ... εἶπεν ἐ. ὑπὸ Ξενοφῶντος X.An.7.6.41, cf. Men.Fr.537.2.
2 de cosas inserto δι' αὐτῶν ἔνετοι σκυταλίδες I.AI l.c.
3 medic. que se introduce, que se administra por el ano, de medicamentos, Paul.Aeg.7.12.1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
introduit dans ; aposté, suborné.
Étymologie: ἐνίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνετός: [adj. verb. к ἐνίημι подосланный (ὑπό τινος Xen. - v.l. ἀναστάς).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνετός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐνίημι, ἐγκεχυμένος, Ἰατρ. ΙΙ. κατασκευαστός, ψευδής, ἐγκάθετος, «βαλμένος», κατηγόρους ἐνετοὺς ἐπὶ τοὺς πλουσίους ἐπήγοντο Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 22, Μιθρ. 59, καὶ πιθαν. γραφ. ἐν Ξενοφ. Ἀν. 7. 6, 41 ἐνετὸς ὑπὸ Ξενοφῶντος ἀντὶ ἀναστὰς ὑπὲρ Ξ. ὡς διωρθώθη ἤδη.

Greek Monolingual

ἐνετός, -ή, -όν (AM) ἐνίημι
1. αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος
2. αυτός που διαχέεται μέσα σε κάτι
3. βαλτός, εγκάθετος.