φαιοχίτων

From LSJ
Revision as of 16:44, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιοχίτων Medium diacritics: φαιοχίτων Low diacritics: φαιοχίτων Capitals: ΦΑΙΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: phaiochítōn Transliteration B: phaiochitōn Transliteration C: faiochiton Beta Code: faioxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, dark-robed, A.Ch.1049 (where the second syllable is apparently long metri causa).

German (Pape)

[Seite 1252] ωνος, grau, schwärzlich gekleidet, Aesch. Ch. 1045; φαιωχίτων u. φαιοκχίτων ist f. L., aber ο ist lang gebraucht.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d'une robe sombre.
Étymologie: φαιός, χιτών.

Russian (Dvoretsky)

φαιοχίτων: ωνος (ῐ) adj. одетый в темное платье (Γοργόνες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φαιοχίτων: [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φαιόν, τεφρόχουν χιτῶνα, Αἰσχύλ. Χο. 1049, ἔνθα ἡ δευτέρα συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει ὥστε οὐδεμία ἀνάγκη ὑπάρχει τῆς γραφῆς φαιοκχίτων· ἴδε Χχ ἐν τέλ.

Greek Monolingual

-ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν
αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα
νεοελλ.
(το αρσ. στον πληθ.) οι φαιοχίτωνες
τα μέλη του γερμανικού ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ, που ονομάστηκαν έτσι από το χρώμα της στολής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. ξανθοχίτων).

Greek Monotonic

φαιοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χιτώνα με χρώμα σταχτί, σε Αισχύλ. (δεύτερη συλλ. μακρά, σαν να ήταν φαιοκχίτων, βλ. Χ, χ).

Middle Liddell

φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,
dark-robed, Aesch. second syllable long, quasi φαιοκχίτων; v. X χ fin.]