κηφηνώδης

From LSJ
Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηφηνώδης Medium diacritics: κηφηνώδης Low diacritics: κηφηνώδης Capitals: ΚΗΦΗΝΩΔΗΣ
Transliteration A: kēphēnṓdēs Transliteration B: kēphēnōdēs Transliteration C: kifinodis Beta Code: khfhnw/dhs

English (LSJ)

κηφηνώδες, like (that of) a drone, ἐπιθυμία Pl.R. 554b; of theories, useless, otiose, Cleom.2.1; of a person, κ. καὶ γέρων γενόμενος Phld.Mort.38.

German (Pape)

[Seite 1436] ες, drohnenartig; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 b; τὸν τρόπον Ael. H. A. 1, 10. Vgl. κηφήν.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 de frelon, semblable à un frelon;
2 p. suite inutile.
Étymologie: κηφήν, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηφηνώδης -ες [κηφήν] als van een dar.

Russian (Dvoretsky)

κηφηνώδης: трутнеобразный, ведущий себя подобно трутню (ἐπιθυμίαι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κηφηνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κηφῆνα, Πλάτ. Πολ. 554Β.

Greek Monolingual

κηφηνώδης, -ῶδες (Α) κηφήν
1. αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», Πλάτ.)
2. (για θεωρίες) ανάξιος λόγου, άχρηστος, ανωφελής
3. (για πρόσ.) αργός, νωθρόςκηφηνώδης καὶ γέρων γενόμενος», Φιλόδ.).

Greek Monotonic

κηφηνώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με κηφήνα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κηφην-ώδης, ες εἶδος
like a drone, Plat.