περιτέλλομαι

Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Pass.,
A go or come round, mostly of time, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος as the year came round, Od.11.295, cf. h.Cer.445; περιτελλομένων ἐνιαυτῶν as years go round, Il.2.551, cf. 8.404; π. ὥραις S.OT156 (lyr.), cf. Ar.Av.696 (anap.); cf. περιπέλομαι.
2 of the sun and stars, rise above the horizon, Alc.39, Arat.215, 232.
II Act. in later Poets in signf. 1.1, Orph.Fr.247.25; in signf. 1.2, Arat.828.

German (Pape)

[Seite 596] umlaufen u. seinen Kreislauf vollenden, ablaufen; bes. von der Zeit, ἔτεος περιτελλομένου, als das Jahr umlief, während des Umlaufs eines Jahres, Od. 11, 295. 14, 294, u. im plur., περιτελλομένων ἐνιαυτῶν, Il. 2, 551, vgl. 8, 404. 418; so auch Soph. περιτελλομέναις ὥραις, O. R. 156, wie Ar. Av. 696 u. sp. D., bei Plut. Symp. 7, 1, 1, Arat. 693 u. öfter, der so auch 828 das act. hat, vom Aufgehen der Gestirne.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
accomplir sa révolution en parl. du temps.
Étymologie: περί, τέλλω.

Russian (Dvoretsky)

περιτέλλομαι: (только praes.) (о времени) заканчиваться, исполняться, истекать: περιτελλομένων ἐνιαυτῶν Hom. по прошествии (ряда) лет; περιτελλομέναις ὥραις Soph. с течением времени, т. е. в будущем.

Greek (Liddell-Scott)

περιτέλλομαι: Παθ., ἐπανέρχομαι, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος, ἐπανερχομένου, Ὀδ. Λ. 295, Ξ. 294, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 445· περιτελλομένων ἐνιαυτῶν, περιστρεφομένων, τελούντων τὸν ἑαυτῶν κύκλον, «εἰς τὸ αὐτὸ κατὰ περίοδον περιερχομένων καὶ τελειουμένων» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 551, πρβλ. Θ. 404, 418· οὕτω, π. ὥραις Σοφ. Ο. Τ. 156, Ἀριστοφ. Ὄρν. 696· πρβλ. περιπέλομαι, περιέρχομαι 2) ἀνατέλλω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῶν ἀστέρων, Ἀλκαῖ. 40, Ἄρατ. 215. 232. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς ἐν τῇ σημασ. Ι, Ὀρφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 665C· ἐν δὲ τῇ σημασ. 2, Ἄρατ. 828. πρβλ. τέλλω.

English (Autenrieth)

roll around, revolve, recur.

Greek Monolingual

Α
1. περιστρέφομαι και συμπληρώνω έναν κύκλο, επανέρχομαι αφού συμπληρώσω την χρονική περίοδο που διαρκώ
2. (για τον Ήλιο και τους αστέρες) ανυψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα, ανατέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τέλλομαι «διατελώ, αυξάνομαι, σηκώνομαι»].

Greek Monotonic

περιτέλλομαι: μόνο σε Παθ. μτχ., πηγαίνω ή έρχομαι ολόγυρα, iψπεριτελλομένου ἔτεος, καθώς τα χρόνια επιστρέφουν ξανά, σε Ομήρ. Οδ.· περιτελλομένων ἐνιαυτῶν, καθώς ο χρόνος ξαναγυρίζει, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, περιτελλομέναις ὥραις, σε Σοφ.

Middle Liddell

only in part., Pass.]
to go or come round, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος as the year came round again, Od.; περιτελλομένων ἐνιαυτῶν as years go round, Il.; so, περιτελλομέναις ὥραις Soph.