ἀκατάγνωστος
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἀκατάγνωστον, not to be condemned, LXX 2 Ma.4.47, Ep.Tit. 2.8, CIG1971 (Thessalonica), IG14.2139; σύμβιος Keil-Premerstein Zweiter Bericht 225 (iii A. D.). Adv. ἀκαταγνώστως = unexceptionably, λογιστεύσας IG5(2).152 (Tegea, iii A. D.), cf. POxy.140.15 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1no condenado LXX 2Ma.4.47, cf. Ath.Al.Decr.32.3.
2 irreprochable, intachable de pers., ref. familiares difuntos IG 10(2).1.623D (I d.C.), IUrb.Rom.1391.3 (II/III d.C.), σύμβιος TAM 5.224 (II d.C.), de abstr. λόγος Ep.Tit.2.8, ἀξίωσις Didym.in Ps.cat.118.170, προαίρεσις SB 11239.9 (V d.C.)
•subst. τὸ ἀκατάγνωστον = irreprochabilidad Basil.M.31.1300D.
II adv. ἀκαταγνώστως = intachablemente λογιστεύσας IG 5(2).152 (Tegea III d.C.), ἔζησεν Const.App.8.25.2, ἀμέμπτως καὶ ἀόκνως καὶ ἀκαταγνώστως POxy.2478.19 (VI d.C.), τὰ ἔργα πάντα ἀκαταγνώστως ποιεῖσθαι BGU 840.1, cf. POxy.140.15, PGiss.56.15, PStras.40.42 (todos VI d.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non condamné, acquitté;
2 non condamnable;
NT: ce qui ne peut être condamné, ni censuré : irrépréhensible, irréprochable.
Étymologie: ἀ, καταγιγνώσκω.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάγνωστος: безукоризненный, неопровержимый (λόγος NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάγνωστος: -ον, ὃν δὲν πρέπει νὰ καταδικάσῃ τις, Μακκαβ. Β΄, δ΄, 47, Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. β΄, 8, Συλλ. Ἐπιγρ. 1971b. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 728. - Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ.
English (Abbott-Smith)
ἀκατάγνωστος, -ον (< καταγινώσκω), [in LXX: II Mac 4:47;]
not open to just rebuke, irreprehensible: Tit 2:8 (v. Cremer, 676; and for other exx., MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of καταγινώσκω; unblamable: that cannot be condemned.
English (Thayer)
(καταγινώσκω), that cannot be condemned, not to be censured: 2 Maccabees 4:47, and several times in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ἀκατάγνωστος, -ον (AM) καταγιγνώσκω
1. ακατηγόρητος, ακαταδίκαστος
2. αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο ανεπίληπτος
επίρρ. ἀκαταγνώστως
κατά τρόπο ανεπίληπτο, αλλά και χωρίς εξαίρεση.
Greek Monotonic
ἀκατάγνωστος: -ον (καταγιγνώσκω), αυτός που δεν πρέπει να καταδικαστεί, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
καταγιγνώσκω
not to be condemned, NTest.
Chinese
原文音譯:¢kat£gnwstoj 阿-卡他-格挪士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向下-知道的
字義溯源:無可指責,不受玷辱,不被責難;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καταγινώσκω)=責備)組成;其中 (ἔσθησις)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(γινώσκω)*=知道)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 無可指責(1) 多2:8