πνιγμός

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῑγμός Medium diacritics: πνιγμός Low diacritics: πνιγμός Capitals: ΠΝΙΓΜΟΣ
Transliteration A: pnigmós Transliteration B: pnigmos Transliteration C: pnigmos Beta Code: pnigmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A choking, suffocation, Hp. Coac.61, Arist.HA514a6, PA664b31 (pl.), Anaxandr.33.8; of weeds, παρέχει π. αὐτῷ [τῷ σίτῳ] X.Oec.17.12; crushing, of a crowd, Plb. 4.58.9.
2 stifling heat, Men.Rh.p.351S. (pl.).
3 stewing, Theophrastus Ign.24.

German (Pape)

[Seite 641] ὁ, das Ersticken, Erwürgen; Hippocr.; Xen. Oec. 7, 12; Arist. H. A. 3, 3; ἐν τῷ περὶ τὰς πύλας ὠθισμῷ καὶ πνιγμῷ διεφθάρη, Pol. 4, 58, 9; stickende Hitze, Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
étouffement, suffocation.
Étymologie: πνίγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πνιγμός -οῦ, ὁ [πνίγω] verstikking.

Russian (Dvoretsky)

πνιγμός: ὁ Xen., Arst., Polyb. = πνῖγμα.

Greek (Liddell-Scott)

πνιγμός: ὁ, (πνίγω) πνίξιμον, τὸ πνίγειν ἢ πνίγεσθαι, δυσκολία περὶ τὴν ἀναπνοήν, κώλυσις ἢ διακοπὴ αὐτῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 125, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 19, π. Ζ. Μορ. 3. 3, 6· ἐπὶ βοτανῶν ἀγρίων ἢ ζιζανίων, παρέχει πνιγμὸν αὐτῷ [τῷ σίτῳ] Ξεν. Οἰκ. 17. 12. 2) πνιγηρὰ θερμότης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14. 3) πνιγηρὸν αἴσθημα, διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὸν πνιγμὸν ποιεῖ τοῖς ἐργαζομένοις ὁ ἀὴρ ὅτι παχύς τε καὶ ἠρεμῶν Θεόφρ. π. Πυρ. 24.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πνιχμός Α πνίγω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πνίγω, θάνατος προερχόμενος από παρεμπόδιση της αναπνοής, πνιγμονή (α. «και τρέχει πάντα στον πνιγμό δίχως βοήθειαν άλλη», Ερωτόκρ.
β. «ἐάν δέ... προσφερομένης τῆς τροφῆς ἀναπνεύσῃ τις βῆχας καὶ πνιγμοὺς ποιεῖ», Αριστοτ.)
2. ασφυξία που προκαλείται από τον συνωστισμό πλήθους
3. (σχετικά με άγρια βότανα ή ζιζάνια) η καταστροφή, η εξόντωση
νεοελλ.
ιατρ. ασφυξία από βύθιση σε ένα υγρό, συνήθως νερό, το οποίο, φράσσοντας το στόμα και τη μύτη του θύματος, διακόπτει την παροχή οξυγόνου στο σώμα
αρχ.
1. αποπνικτική ζέστη, καύσωνας
2. παρασκευή φαγητού, μαγείρεμα.

Greek Monotonic

πνιγμός: ὁ (πνίγω), πνίξιμο ή πνιγμός, σε Ξεν.

Middle Liddell

πνιγμός, οῦ, ὁ, πνίγω
a choking or being choked, Xen.