κρύφα

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῠ́φᾰ Medium diacritics: κρύφα Low diacritics: κρύφα Capitals: ΚΡΥΦΑ
Transliteration A: krýpha Transliteration B: krypha Transliteration C: kryfa Beta Code: kru/fa

English (LSJ)

[ῠ], Adv., (κρύπτω)
A = κρύβδα, without the knowledge of, c. gen., Th.1.101.
2 abs., secretly, Aen.Tact.2.4; by ballot, Th. 4.88; obscurely, κ. καὶ δι' αἰνιγμάτων Plu.2.1125e.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
secrètement, en cachette : τινος, de qqn.
Étymologie: κρύπτω.

German (Pape)

heimlich; κρύφα τῶν Ἀθηναίων, heimlich vor den Athenern, Thuc. 1.101; oft bei Plut. und andere Spätere

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρύφα [κρύπτω] adv., in het geheim:; κρύφα διαψηφισάμενοι in een geheime stemming Thuc. 4.88.1; met gen.: buiten medeweten van.

Russian (Dvoretsky)

κρύφᾰ: (ῠ) adv. Thuc., Plut. = κρύβδα I.

English (Slater)

κρῠφᾱ
   1 secretly ἔννεπε κρυφᾷ τις (O. 1.47) νεκρὸν ἵππον στυγέοισιν λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι (Boeckh: κρύφα codd.) fr. 203. 2.
κρῠφᾰ secretly αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν (N. 9.33)

Greek Monolingual

κρύφα (AM)
επίρρ. χωρίς να το γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.)
αρχ.
1. μυστικά
2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι' αἰνιγμάτων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ- του κρύπτω (πρβλ. -κρύφθ-ην). Πιθ. να σχηματίστηκε κατά το επίρρ. σάφα «σαφώς, βεβαίως, ασφαλώς»].

Greek Monotonic

κρύφᾰ: επίρρ., = κρύβδα, χωρίς τη γνώση του, με γεν., σε Θουκ.· απόλ. κρυφά, μυστικά, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφᾰ: Ἐπίρρ. (κρύπτω) = κρύβδα, κρυφά, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ εἰξεύρῃ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς, μετὰ γεν., Θουκ. 1. 101, Πλούτ. 2. 1125Ε. 2) ἀπολ., μυστικῶς, κρυφίως, Θουκ. 4. 88.

Middle Liddell

= κρύβδα,]
without the knowledge of, c. gen., Thuc.: absol. secretly, Thuc.

English (Woodhouse)

secretly, by stealth, unknown to, unobserved by, unperceived by, unseen by, without the knowledge of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

secretly

Arabic: سِرًّا‎; Azerbaijani: gizlicə, xəlvətcə, əlaltından, gizlin; Belarusian: таемна; Bulgarian: тайно, незабелязано; Catalan: secretament, cobertament, en secret; Chinese Mandarin: 偷偷; Czech: tajně; Dutch: stiekem, in het geheim; Esperanto: sekrete; Finnish: salaa, salaisesti, salassa, vaivihkaa; French: secrètement, en cachette; German: heimlich, insgeheim; Gothic: 𐌸𐌹𐌿𐌱𐌾𐍉, 𐌰𐌽𐌰𐌻𐌰𐌿𐌲𐌽𐌹𐌱𐌰; Greek: κρυφά, μυστικά; Ancient Greek: ἀγνωστί, ἀγνώστως, ἀποκρύφως, ἀπορρήτως, ἀσυμφανῶς, ἀφανῶς, δι' ἀπορρήτων, ἐγκεκαλυμμένως, ἐν ἀποκρύφῳ, ἐν ἀπορρήτῳ, ἐν κρυφῇ, κρύβδα, κρύβδην, κρυφᾷ, κρύφα, κρυφαίως, κρυφῇ, κρυφῆ, κρυφίως, λάθρα, λάθρᾳ, λαθραίως, λανθανόντως, σῖγα, σιγῇ, σκότιον; Doric: κρυφᾷ; Hungarian: titkon, titokban; Ido: sekrete; Irish: gan fhios; Italian: di nascosto; Japanese: ひそかに; Korean: 몰래; Latgalian: paslapyn, paslapši; Latin: clam, furtim, latenter; Latvian: slepeni; Middle English: sleighly; Polish: potajemnie; Portuguese: secretamente; Russian: тайно, секретно, тайком, втайне, скрытно; Sanskrit: सनुतर्; Scottish Gaelic: os ìosal; Serbo-Croatian Cyrillic: кришом, тајом, тајно; Roman: krišom, tajom, tajno; Spanish: secretamente, en secreto; Ukrainian: тає́мно; Walloon: catchetmint; West Frisian: temûk