διασταθμάομαι

From LSJ
Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασταθμάομαι Medium diacritics: διασταθμάομαι Low diacritics: διασταθμάομαι Capitals: ΔΙΑΣΤΑΘΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diastathmáomai Transliteration B: diastathmaomai Transliteration C: diastathmaomai Beta Code: diastaqma/omai

English (LSJ)

separate, αἰνῶ δ' ὃς βίοτον ἐκ πεφυρμένου θεῶν διεσταθμήσατο E.Supp.202:—Act. -σταθμῆσαι· διελεῖν, Hsch.

Spanish (DGE)

1 tr. disponer ordenadamente, organizar ὃς ἡμῖν βίοτον ... θεῶν διεσταθμήσατο el (dios) que puso orden en nuestras vidas E.Supp.202
en v. act. διασταθμῆσαι· διελεῖν Hsch.
2 intr. medir, sopesar, calcular conforme a medidas λεπτότητι καὶ παχύτητι διασταθμωμένη τεκμαίρεται (ἡ ἰητρική) ὧν τε σημεῖα ταῦτα por la fluidez o el espesor (de las secreciones), (la medicina) toma sus medidas y conjetura de qué son síntomas tales indicios Hp.de Arte 12.

German (Pape)

[Seite 603] zumessen, anordnen; βίοτον ἐκ πεφυρμένου καὶ θηριώδους Eur. Suppl. 213.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
disposer, régler.
Étymologie: διά, σταθμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σταθμάομαι in orde brengen, regelen:. αἰνῶ... ὃς ἡμῖν βίοτον... θεῶν διεσταθμήσατο ik lofprijs degene van de goden die onze manier van leven heeft geregeld Eur. Suppl. 202; ἰητρικὴ λεπτότητι καὶ παχύτητι διασταθμωμένη τεκμαίρεται ὧν... σημεῖα ταῦτα de geneeskunde ordent (de verschijnselen) met behulp van dunheid of dikte en leidt daaruit af van welke ziektes dat de indicaties zijn Hp. Ars 13.

Russian (Dvoretsky)

διασταθμάομαι: размеривать, отмежевывать: ὃς ἡμῖν βίοτον ἐκ θηριώδους διεσταθμήσατο Eur. тот, кто вывел нашу жизнь из животного состояния.

Greek Monotonic

διασταθμάομαι: αποθ., κανονίζω, ρυθμίζω, καθορίζω σύμφωνα με τους κανόνες, ζυγίζω, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

διασταθμάομαι: ἀποθ., διακανονίζω, ῥυθμίζω, αἰνῶ δ’ ὃς βίστον… θεῶν διεσταθμήσατο Εὐρ. Ἱκέτ. 201΅

Middle Liddell


Dep. to order by rule, regulate, Eur.