ἐπικερτομέω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
A mock, used by Hom. only in part., τὸν δ' ἐπικερτομέων προσέφης in mockery, Il.16.744, Od.22.194, cf. Luc.DMort.14.5, Hld.8.9; in milder sense, laughingly, Il.24.649 (or, in mockery of Agamemnon).
II. c. acc., ἐπεκερτόμησε he reproached him, Hdt. 8.92; τινός for a thing, Agath.5.22; tease, banter, Theoc.20.2, cf. Luc.Bis Acc.12.
German (Pape)
[Seite 948] ausschelten, beschimpfen, verhöhnen, Il. 24, 649, vgl. 16, 744 u. Od. 22, 194; neben ὀνειδίζω, Her. 8, 92 u. Sp.; πολλὰ τὸν Λεύκουλλον ἐπικερτομήσας Plut. Pomp. 38; vgl. noch Theocr. 20, 2; Luc. D. Mort. 14, 5; Anacr. 35, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 railler, acc. ; en b. part railler doucement;
2 blâmer, faire des reproches.
Étymologie: ἐπί, κερτομέω.
English (Autenrieth)
mock at, deride; part., ‘jestingly,’ Il. 24.649.
Greek Monotonic
ἐπικερτομέω: μέλ. -ήσω,
I. κοροϊδεύω, περιπαίζω, ἐπικερτομέων, αυτός που κοροϊδεύει, περιγελά, χλευαστής, σε Όμηρ.· με ηπιώτερη σημασία, αυτός που γελά, σε Ομήρ. Ιλ.
II. με αιτ., κατακρίνω, κατηγορώ, κακολογώ κάποιον, σε Ηρόδ.· πειράζω, ενοχλώ, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικερτομέω:
1 насмехаться, издеваться, глумиться (τινα Hom., Her., Theocr., Plat., Luc.);
2 усмехаться: τὸν ἐπικερτομέων προσέφη Hom. (ласково) усмехнувшись ему (Приаму, Ахилл) сказал.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to mock, ἐπικερτομέων in mockery, Hom.; in milder sense, laughingly, Il.
II. c. acc. to reproach one, Hdt.:— to teaze, plague, Theocr.