κερουλκός

From LSJ
Revision as of 20:40, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερουλκός Medium diacritics: κερουλκός Low diacritics: κερουλκός Capitals: ΚΕΡΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: keroulkós Transliteration B: keroulkos Transliteration C: keroulkos Beta Code: keroulko/s

English (LSJ)

κερουλκόν, (ἕλκω)
A drawing a plough by the horns, Hsch.
II drawing a bow of horn, (Τρῶες) S.Fr.859 (lyr.).
2 Pass., of the bow itself, because tipped with horn, τόξα κ. E.Or.268.
III κ. κάλως = κεραιοῦχος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1425] an, mit den Hörnern ziehend, Hesych.; – bes. den hörnernen Bogen ziehend, spannend, Apollo, Suid.; Τρῶες, Soph. frg. 738; auch τόξα κερουλκά, Eur. Or. 268, der am Horn, am Bügel gespannte Bogen; – κάλως, ein Tau, die Segelstange, Raa, κεραία zu ziehen, Sp., auch bei den Lateinern.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui tire un arc de corne;
2 tendu par des extrémités faites de corne (arc).
Étymologie: κέρας, ἕλκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερουλκός -όν [κέρας, ἕλκω] gespannen (van een boog, nl. door de uiteinden van hoorn naar elkaar toe te buigen).

Russian (Dvoretsky)

κερουλκός:
1 натягивающий (роговой) лук (Τρῶες Soph.);
2 (о роговом луке), натягиваемый (τόξα Eur.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κερουλκός, -όν)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερουλκός
σχοινί χειρισμού τών κεραιών ιστιοφόρου, κν. μπράτσο
1. (για ζώα) αυτός που σύρει άροτρο με τα κέρατα
2. αυτός που σύρει, που τεντώνει κεράτινο τόξο («Τρῶες κερουλκοί», Σοφ.)
3. (για τόξο) διακοσμημένος στα άκρα του με κέρατα
4. (κατά τον Ησύχ.) «κερουλκός κάλως κεραιοῦχος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ουλκός (< έλκω), πρβλ. εμβρυουλκός, ζυγουλκός].

Greek Monotonic

κερουλκός: -ή, -όν (ἕλκω), αυτός που σύρεται από τα κέρατα· Παθ., λέγεται για το τόξο που ήταν από διακοσμημένο κέρατο, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κερουλκός: -ή, -όν, (ἕλκω) «ὁ τοῖς κέρασιν ἕλκων τὸ ἄροτρον. καὶ ὁ κεραιοῦχος κάλως» Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ σύρων τόξον ἐκ κέρατος, Τρῶες Σοφ. Ἀποσπ. 738. 3) παθ., ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ τόξου, πιθαν. ὡς κεκοσμημένου κατὰ τὰ ἄκρα διὰ κέρατος, τόξα κ. Εὐρ. Ὀρ. 268. ΙΙΙ. κ. κάλως, τὸ σχοινίον τὸ ἀνασῦρον τὴν κεραίαν (πρβλ. κεροῦχος), Ἡσύχ.

Middle Liddell

κερ-ουλκός, ή, όν ἕλκω
drawn by the horns, pass. of a bow, because tipped with horn, Eur.