παροχετεύω

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροχετεύω Medium diacritics: παροχετεύω Low diacritics: παροχετεύω Capitals: ΠΑΡΟΧΕΤΕΥΩ
Transliteration A: parocheteúō Transliteration B: parocheteuō Transliteration C: parocheteyo Beta Code: paroxeteu/w

English (LSJ)

turn from its course, divert, ὑφαιρουμένους τὸ ὕδωρ καὶ π. Plu. Them.31:—Med., εἰς ἑτέρους τὸ τῆς ἀρχῆς π. Id.2.779f: metaph., τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ E.Ba.479; π. λόγοις Pl.Lg.844a:—Pass., to be diverted, Thphr. CP 5.17.4.

German (Pape)

[Seite 528] das Wasser ableiten, durch einen Nebenkanal, heimlich oder unrechtmäßig, ὑφῃρημένος τὸ ὕδωρ καὶ παροχετεύσας, Plut. Them. 31; VLL. – Übertr., τοῦ τ' αὖ παρωχέτευσας εὖ κοὐδὲν λέγων, Eur. Bacch. 479, wie λόγοις Plat. Legg. VIII, 844 a. – Plut. ad princ. iner. 1 braucht auch das med. in activer Bdtg.

French (Bailly abrégé)

dériver par un autre canal ; en mauv. part dériver furtivement ou suivant une mauvaise direction.
Étymologie: παρά, ὀχετεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
αλλάζω, μεταστρέφω τη ροή υγρού, διοχετεύω από κεντρικό αγωγό οχετό ή διώρυγα σε διπλανό αγωγό
νεοελλ.
φρ. «παροχετεύω ηλεκτρικό ρεύμα» — μεταφέρω ηλεκτρικό ρεύμα από το πλησιέστερο κέντρο διανομής σε σύστημα αγωγών εσωτερικής εγκατάστασης
αρχ.
μτφ. απαντώ με υπεκφυγές, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀχετεύω (< ὀχετός)].

Greek Monotonic

παροχετεύω: μέλ. -σω, παρεκτρέπομαι από την πορεία μου, παρεκκλίνω, σε Πλούτ.· μεταφ., τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παροχετεύω: тж. med.
1 отводить тайным прорытием канала (τὸ ὕδωρ Plut.);
2 перен. сворачивать в сторону: π. λόγοις Plat. давать беседе другое направление; τοῦτ᾽ αὖ παρωχέτευσας εὖ Eur. ты ловко увернулся (от ответа).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-οχετεύω omleiden (water); geneesk., afvoeren (vocht uit een gezwel). overdr. onschadelijk maken:. τοῦτ’ αὖ παρωχετεύσας εὖ γ’ οὐδὲν λέγων dat heb je weer mooi onschadelijk gemaakt door onzin uit te kramen Eur. Ba. 479.

Middle Liddell

fut. σω
to turn from its course, divert, Plut.:—metaph., τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ Eur.