ἠπεροπεύς

From LSJ
Revision as of 12:56, 18 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπεροπεύς Medium diacritics: ἠπεροπεύς Low diacritics: ηπεροπεύς Capitals: ΗΠΕΡΟΠΕΥΣ
Transliteration A: ēperopeús Transliteration B: ēperopeus Transliteration C: iperopeys Beta Code: h)peropeu/s

English (LSJ)

ἠπεροπέως, Ep. ἠπεροπῆος, ὁ, = ἠπεροπευτής, ἠπεροπῆά τ' ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον Od.11.364; of Bacchus, AP9.524.8; of dreams, A.R.3.617.

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, Betrüger, Beschwatzer, Od. 11, 363; ὄνειροι Ap. Rh. 3, 617; auch Dionysos, Anth. IX, 524, 8.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
trompeur.
Étymologie: th. ἠπερο = skr. apara « autre, différent », et R. Ϝεπ, parler, cf. ἔπος, εἰπεῖν : « qui parle autrement qu'il ne pense ».

Russian (Dvoretsky)

ἠπεροπεύς: έως, эп. ῆος ὁ обманщик, притворщик, обольститель (ἠ. καὶ ἐπίκλοπος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπεροπεύς: έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, = ἠπεροπευτής, ἠπεροπῆά τ᾿ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον Ὀδ. Λ. 364· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524· ἐπὶ ὀνείρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 617. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν λέξ. ὡς σύνθετον ἠπεροπεύς, ὧν τὸ μὲν ἠπὲρ εἶνε = τῷ Σανσκρ. apar-a, Γοτθ. afar (ἐκ τοῦ api, af = ἀπό), ἄλλως, διαφόρως, καὶ ὀπεὺς (*ἔπω, ὁμιλῶν).

English (Autenrieth)

ῆος, and ἠπεροπευτής, deceiver, seducer, Od. 11.364 †. Il. 3.39 and Il. 13.769.

Greek Monolingual

ἠπεροπεύς, (-έως), επικ. γεν. -ῆος, ό, θηλ. ἠπεροπηΐς (Α)
ηπεροπευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός από το ηπεροπεύω, το οποίο στην περίπτωση αυτή προέρχεται από αμάρτυρο ηπέροψ που είναι ανερμήνευτο].

Greek Monotonic

ἠπεροπεύς: -έως, Επικ. -ῆος, απατεώνας, εξαπατητής, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: cheat, deceiver (λ 364, A. R. 3, 617, AP 9, 524, 8), -ηΐς f. [Hom.] ap. Str. 1, 2, 4.
Derivatives: With ἠπεροπεύω, only present-stem cheat, deceive (Hom., Hes.) with ἠπεροπευτής (only voc. -τά Γ 39 = Ν 768, h. Merc. 282 u. a.; on the formation Fraenkel Nom. ag. 1, 20f., 2, 34) and ἠπερόπευμα (Critias).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Because of the rarity of the attestations one is prepared to accept, with Boßhardt Die Nomina auf -ευς 26 that ἠπεροπεύς is a retrograde deriv. of ἠπεροπεύω. Basic *ἠπερ-οψ, *ἠπερ-οπός, has got many explanations: Skt. ápara- more behind, other (Curtius 263, Prellwitz BB 22, 112); Lat. sapiō (Solmsen KZ 42, 233 n. 1); Gr. ἤπιος (L. Meyer 1, 609); ἀπάτη (Kuiper Glotta 21, 283f.; vgl. s. v.). Kuiper's connection with ἀπατ-άω is most attractive. There is no good IE etymology, so a loan, i.e. a Pre-Greek word, is quite possible (thus DELG).

Middle Liddell

ἠπεροπεύς, έως,
a cheat, deceiver, cozener, Od., Anth. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ἠπεροπεύς: {ēperopeús}
Grammar: m.
Meaning: verführerischer Beschwatzer, Betrüger (λ 364, A. R. 3, 617, AP 9, 524, 8), -ηΐς f. [Hom.] ap. Str. 1, 2, 4.
Derivative: Daneben ἠπεροπεύω nur Präsensstamm verführerisch beschwatzen, betrügen (Hom., Hes.) mit ἠπεροπευτής (nur Vok. -τά Γ 39 = Ν 768, h. Merc. 282 u. a.; zur Bildung Fraenkel Nom. ag. 1, 20f., 2, 34) und ἠπερόπευμα (Kritias).
Etymology : Schon wegen der Spärliechkeit der Belege ist man geneigt, mit Boßhardt Die Nomina auf -ευς 26 ἠπεροπεύς als eine retrograde Ableitung von dem weit gewöhnlicheren ἠπεροπεύω zu betrachten. Das dadurch erschlossene Grundwort, *ἠπεροψ, *ἠπεροπός, -ή hat zu vielen Vermutungen Anlaß gegeben: aind. ápara- hinterer, anderer (Curtius 263, Prellwitz BB 22, 112); lat. săpiō (Solmsen KZ 42, 233 A. 1); gr. ἤπιος (L. Meyer 1, 609); ἀπάτη (Kuiper Glotta 21, 283f.; vgl. s. v.).
Page 1,640

Translations

seducer

Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, κηλητής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot