κῆλον
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
τό, shaft of an arrow, arrow, only pl., κῆλα θεοῖο the shafts of Apollo, as the cause of sudden death, Il.1.53, 383; πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα, of Zeus during a snowstorm, 12.280; στεροπὴν καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν, κῆλα Διός Hes.Th.708: metaph., [φόρμιγγος] κῆλα καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας Pi.P.1.12; φρικώδεα κῆλα πίφαυσκον Orph. A.10:—also κήλεα νηῶν, = κᾶλα, ships' timbers, Hes.Fr.206 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1431] τό, eigtl. von καίω, jedes dürre u. deshalb leicht brennende Stück Holz; bes. – a) der hölzerne Schaft des Pfeils, u. der Pfeil selbst; ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ῷχετο κῆλα θεοῖο Il. 1, 53, vgl. 12, 280, die Geschosse des Apollo, die Pest erregen, u. des Zeus, die in Gewitter, in Regen, Schnee u. dgl. bestehen, wie Hes. Th. 708 sagt: στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν, κῆλα Διός. – b) Danach heißen die Sonnenstrahlen Probl. arith. 32 (XIV, 139 steht κύκλα) χρύσεα κῆλα ἠελίου; u. Pind. sagt von der Cither φόρμιγγος κῆλα καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1, 12, die Gesänge als Geschosse der Lyra, nicht mit dem Schol. als Zusammenziehung für κηλήματα zu betrachten.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
javelot, trait, flèche.
Étym. skr. çaljam « flèche ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῆλον -ου, τό alleen plur. pijlen; overdr.: ( φόρμιγγος ) κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας de pijlen (d.w.z. klanken van de citer) betoveren zelfs het hart van de goden Pind. P. 1.12.
Russian (Dvoretsky)
κῆλον: Hes. тж. κήλεον τό (только pl.)
1 досл. древко стрелы, перен. стрела (κῆλα θεοῖο, sc. Ἀπόλλωνος Hom.);
2 луч (χρύσεα κήλη ἠελίου Anth. - v.l. κύκλα);
3 звук (φόρμιγγος κῆλα Pind.).
English (Autenrieth)
pl., shafts, missiles of the gods; of snow, Il. 12.280. (Il.)
English (Slater)
shaft (v. West on Theog. 708.) κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας (sc. τῆς λύρας) (P. 1.12)
Greek Monolingual
κῆλον, τὸ (Α)
1. το ξύλο, το στέλεχος του βέλους
2. το βέλος («ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ὤχετο κῆλα θεοῖο», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «κῆλα νεῶν»
α) ξύλα, ξυλεία για κατασκευή πλοίων
β) συνεκδ. τα πλοία
4. μτφ. «φόρμιγγος κῆλα» — τα ξύλα της φόρμιγγας, η φόρμιγγα («[φόρμιγγος] κῆλα καί δαιμόνων θέλγει φρένας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον πληθ. (κῆλα), συνδέεται με αρχ. ινδ. śara- «βέλος», μέσο ιρλδ. cail «ακόντιο» και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kel- «βέλος, δύσκαμπτο καλάμι». Η σύνδεση με τον τ. κᾱλόν «ξύλο» δεν θεωρείται ορθή].
Greek Monotonic
κῆλον: τό, ακόντιο, βέλος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
κῆλον: τό, τὸ ξύλον τοῦ βέλους, αὐτὸ τὸ βέλος, ἐν χρήσει μόνον πληθ., κῆλα θεοῑο, τὰ βέλη τοῦ Ἀπόλλωνος ἅπερ ἐλογίζοντο ὡς ἐπιφέροντα τὸν αἰφνίδιον θάνατον, Ἰλ. Α. 53, 383· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Διός, πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα, δηλ. θύελλαν καὶ κεραυνόν, Μ. 280· ἀστεροπὴν καὶ ἀργινόεντα κεραυνόν, κῆλα Διὸς Ἡσ. Θ. 708· χρύσεα κ., ὃ ἐ. τοῦ ἡλίου ἀκτῖνες, Ἀνθ. Π. 14. 139· ― μεταφορ., φόρμιγγος κῆλα καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας Πινδ. Π. 1. 21. ― ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 178 Göttling, ἀντὶ κήλια ὁ Ἕρμανν. ἀναγινώσκει χείλεα. (Ἀπίθανος εἶναι ἡ σχέσις τῆς λέξ. πρὸς τὸ κᾱλα, ξύλα διὰ πῦρ, «καυσόξυλα»· ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Σανσκρ. ←alyam (sagitta), καὶ ὑποδεικνύει τὴν ῥίζαν ΚΕΛ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ Λατ. cellere per-cellere).
Frisk Etymological English
Meaning: arrow, projectile
See also: s. κῆλα.
Middle Liddell
κῆλον, ου, τό,
a shaft, an arrow, Il., Hes.
Frisk Etymology German
κῆλον: {*kē̃lon}
Meaning: Pfeil, Geschoß
See also: s. κῆλα.
Page 1,841