καταστέφω

From LSJ
Revision as of 10:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστέφω Medium diacritics: καταστέφω Low diacritics: καταστέφω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΦΩ
Transliteration A: katastéphō Transliteration B: katastephō Transliteration C: katastefo Beta Code: kataste/fw

English (LSJ)

deck with garlands, crown, wreath, κ. βωμόν (with branches wreathed in wool) E.Heracl.124; κ. νεκρόν (with libations) Id.Ph.1632; πλόκαμος ὅδε καταστέφειν here are my tresses for you to crown, Id.IA1478 (lyr.); ἄντομαί σε καὶ κ. χεροῖν encircle thee, Id.Heracl.226; κατέστεψας πέδον and κατάστεψον π. are vv.ll. in S.OC467, cf. καταστείβω; κ. τὰς πρῴρας D.C.51.5; οὔρεα Epic. in Arch.Pap.7p.7:—Pass., κατεστέφθαι Aeschin.3.164; δάφνῃ κατεστεμμένος τὰς κόμας D.H.2.34; κλάδος ἐρίῳ κατεστ. Plu. Thes.18: metaph., πεδία ληΐοις κατεστεμμένα Men.Rh.p.345 S.; ὁ πόλος ἀστέρας κατέστεπται Hp.Ep. 12.

German (Pape)

[Seite 1382] umkränzen; ῥόδοις κάρηνα Anacr. 7, 8; zu heiligem Gebrauch mit Etwas umhüllen, bedecken, κλάδος τῆς ἱερᾶς ἐλαίας ἐρίῳ λευκῷ κατεστεμμένος Plut. Thes. 18; so βωμόν Eur. Heracl. 125, mit Oelzweigen; auch πλόκαμον χερνίβων παγαῖς, I. A. 1478; τινὰ χεροῖν Heracl. 227; νεκρόν, mit Todtenopfern ehren, Phoen. 1626.

French (Bailly abrégé)

1 couvrir de qch d'épais : κλάδος ἐρίῳ κατεστεμμένος PLUT rameau enveloppé d'une couche épaisse de laine;
2 couronner : καταστέφειν βωμόν couronner l'autel avec des guirlandes.
Étymologie: κατά, στέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στέφω, plqperf. med.-pass. 3 sing. κατέστεπτο, bekransen:; νεκρόν een dode de laatste eer bewijzen Eur. Phoen. 1632; κλάδος... ἐρίῳ λευκῷ κατεστεμμένος een tak bekranst met witte wol Plut. Thes. 18.1; overdr.: σε … καταστέφων χεροῖν u met mijn armen omvattend (als smekeling) Eur. Hcld. 226.

Russian (Dvoretsky)

καταστέφω:
1 увенчивать, обвивать гирляндами (ῥόδοις κάρηνα Anacr.; ἔλαφον Plut.);
2 (в знак мольбы), украшать масличными ветвями (перевитыми белой шерстью) (βωμόν Eur.): κλάδος τῆς ἱερᾶς ἐλαίας ἐρίῳ λευκῷ κατεστεμμένος Plut. ветвь священной маслины, увитая белой шерстью;
3 умолять, молить о защите (τινὰ χεροῖν Eur.);
4 украшать цветами, обряжать (νεκρόν Eur.).

Greek Monolingual

καταστέφω (Α)
1. περιβάλλω ή στολίζω κάποιον ή κάτι με στεφάνι ή με κάτι άλλο που μοιάζει με στεφάνι, στεφανώνω, κοσμώ
2. (ειδ. για θυσίες και ιεροτελεστίες) περιβάλλω, καλύπτω, στολίζω με κάτι («καταστέψαντες βωμόν» — αφού καλύψετε, αφού στολίσετε τον βωμό, ενν. με κλάδους στεφανωμένους με έριον, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στέφω «στεφανώνω»].

Greek Monotonic

καταστέφω: μέλ. -ψω, διακοσμώ με στεφάνια, στεφανώνω, περιτυλίγω, σε Ευρ.· κ. νεκρόν (με σπονδές), στον ίδ.· κ. τινά, τον ικετεύω, στον ίδ. — Παθ., απαρ. παρακ. κατεστέφθαι, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

καταστέφω: μέλλ. -ψω, κοσμῶ διὰ στεφάνων ἢ δι’ ἄλλου τινὸς ὁμοιάζοντος πρὸς στέφανον, ἐν γένει, στεφανώνω, κοσμῶ, ῥόδοις κάρηνα Ἀνακρ. 7. 8· ἰδίως ἐν ταῖς θυσίαις καὶ ἱεροτελεστίαις, ἀμφοτέρους καταστέψας ἱερείου τρόπον Διοδ. Ἐκλογ. 596. 41· τοὺς αἰχμαλώτους καταστέψας ἔθυσε τοῖς θεοῖς ὁ αὐτ. 582, 52· καταστέψαντες βωμὸν (διὰ κλάδων ἐστεμμένων μὲ ἔριον) Εὐρ. Ἡρακλ.· 125· οὕτως ἐν Σοφ. Ο. Κ. 467, θοῦ καθαρμὸν τῶν δαιμόνων, ἐφ’ ἃς τὸ πρῶτον ἵκου καὶ κατάστεψον πέδον, ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «καθικέτευσον στέμμα χερσὶν ἔχων, ὡς οἱ ἱκέται», ἀλλὰ ἡ γραφὴ κατέστειψας πέδον (τοῦ καταστείβω, ἐπάτησας τὸν ἀπάτητον καὶ ἱερὸν τόπον) φαίνεται μᾶλλον πιθανωτέρα· κ. νεκρὸν (διὰ σπονδῶν, διὰ τῶν νενομισμένων χοῶν) Εὐρ. Φοίν. 1632· οὕτω, κ. ποτῷ Σώφρων παρ’ Ἀθην. 479Β· πλόκαμος ὅδε καταστέφειν, ἰδοὺ πλόκαμος, δι’ οὗ νὰ στέψῃς τὸν βωμόν, Εὐρ. Ι. Α. 1478· κ. τινά, ἱκετεύω (διότι οἱ ἱκετεύοντες στέμμα χερσὶν εἶχον ἢ κλάδον ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένον ἔφερον), ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 224, πρβλ. Ἀνδρ. 894, Ι. Α. 1216.- Παθ., κατεστέφθαι Αἰσχίν. 77. 13· δάφνῃ κατεστεμμένος τὰς κόμας Διον. Ἁλ. 2. 34· κλάδος ἐρίῳ κατεστεμμένος Πλουτ. Θησ. 18.

Middle Liddell

fut. ψω
to deck with garlands, crown, wreath, Eur.; κ. νεκρόν (with libations), Eur.; κ. τινά to supplicate him, Eur.:—Pass., perf. inf., κατεστέφθαι Aeschin.