βάκχειος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
or βακχεῖος, α, ον, also βάκχιος, α, ον (to suit the metre), fem. ος Luc. Ocyp. 171: — Bacchic, of or belonging to Bacchus and his rites, βότρυς S. Fr. 255.2; νόμος E. Hec. 686 (lyr.); ῥυθμός X. Smp. 9.3, etc.; hence, frenzied, rapt, Β. Διόνυσος h.Hom. 19.46, cf. Hdt. 4.79; ὁ Β. θεός S. OT 1105 (lyr.); Βάκχειε δεσπότ' Ar. Th. 988 (lyr.), cf. IG 4.558.20 (Argos), etc.; τὸν Β. ἄνακτα, of Aeschylus, Ar. Ra. 1259. as substantive, Βάκχιος, ὁ, = Βάκχος, S. Ant. 154 (lyr.), E. Cyc. 9; — also, = οἶνος, Id. IT 953, Cyc. 519, Antiph. 237.
Greek Monolingual
βάκχειος και βακχεῖος και Βάκχιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βάκχο ή στις τελετές του
2. μανιώδης, ενθουσιώδης
3. το αρσ. ως ουσ. Βάκχιος, ο
Βάκχος
β) ο βακχεῖος, (ενν. πους)
μετρική μονάδα με τρεις συλλαβές - - ∪ ή ∪ - -.