ναυπηγέω

From LSJ
Revision as of 07:35, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπηγέω Medium diacritics: ναυπηγέω Low diacritics: ναυπηγέω Capitals: ΝΑΥΠΗΓΕΩ
Transliteration A: naupēgéō Transliteration B: naupēgeō Transliteration C: nafpigeo Beta Code: nauphge/w

English (LSJ)

A to be a shipbuilder, build ships, Ar.Pl.513, Pl.Alc.1.107c:—more freq. in Med., πλοῖα, νέας ναυπηγέεσθαι, build oneself ships, get them built, Hdt.2.96, 6.46, cf. Pl.l.c.; ἐπί τινι against others, Hdt.1.27; ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Th.1.31; τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα And.3.5, cf. Th. 6.90, D.17.28: pf. νεναυπήγημαι in med. sense, D.S.20.16:—Pass., of ships, to be built, Th.1.13 (v.l. ἐνναυπηγηθῆναι); ὁπόσα ἂν οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ X.Vect.4.35, cf. HG1.3.17, Plu.2.321d.
II metaph. in Med., contrive, 'engineer', τὰ πάντα νεναυπηγημένη ἐπὶ ταῖς Ῥωμαίων τύχαις J.AJ19.2.4.

German (Pape)

[Seite 232] ein Schiffsbauer sein, Schiffe zimmern, bauen; Plat. Alc. I, 107 c; Pol. 1, 36, 8; pass., Xen. Hell. 1, 3, 11. – Gew. im med., ναῦς ναυπηγέεσθαι, Her. 1, 27. 2, 96. 6, 46; τριήρεις, Andoc. 3, 5; Plat. Menex. 245 a; πλοῖα, Dem. 17, 28; σκάφη, Pol. 1, 20, 9.

French (Bailly abrégé)

ναυπηγῶ :
seul. prés. et impf.
Pass. ao. ἐναυπηγήθην, pf. part. νεναυπαγημένος;
construire un navire ou des vaisseaux, être constructeur de vaisseaux;
Moy. ναυπηγέομαι, ναυπηγοῦμαι;
1 construire des vaisseaux pour son usage;
2 faire construire des vaisseaux.
Étymologie: ναυπηγός.

Russian (Dvoretsky)

ναυπηγέω: (преимущ. med.; ион. part. praes. med. ναυπηγεύμενος)
1 заниматься кораблестроением, строить суда Plat., Xen., Arph.;
2 (о кораблях), строить, сооружать, (ναῦς Her.; πλοῖα Dem.; σκάφη Polyb.);
3 снаряжать (στόλον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυπηγέω: κατασκευάζω πλοῖα, Ἀριστοφ. Πλ. 513, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 107C (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατ’ ἀπαρέμφ.)· συνήθως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ναῦς ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν πλοῖα, βάλλω νὰ κατασκευάσωσι δι’ ἐμὲ πλοῖα, ἀλλὰ συχν. ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., Ἡρόδ. 2. 96., 6. 46· ἐπί τινι, ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. 1. 27· ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Θουκ. 1. 31· τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα Ἀνδοκ. 24. 7, πρβλ. Θουκ. 6. 90, Δημ. 219. 19: πρκμ. νεναυπήγημαι ἐν μέσ. σημασίᾳ, Διόδ. 20. 16 ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζομαι, Θουκ. 1. 13 (ἄλλ.: ἐνναυπηγηθῆναι): ὁπόσα ἂν ἢ οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ Ξεν. Πόροι 4. 35, πρβλ. Ἑλλην. 1. 3, 17· καὶ ἴδε ἐνναυπηγέω.

Greek Monotonic

ναυπηγέω: (ναυπηγός), μέλ. -ήσω, κατασκευάζω πλοία, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Μέσ., ναῦς ναυπηγέεσθαι, κατασκευάζω πλοία για τον εαυτό μου, αναθέτω την κατασκευή τους σε άλλον προς όφελός μου, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., λέγεται για πλοία, κατασκευάζομαι, ναυπηγούμαι, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

ναυπηγός
to build ships, Ar., Plat.: —Mid., ναῦς ναυπηγέεσθαι to build oneself ships, get them built, Hdt., Attic:—Pass., of ships, to be built, Thuc., Xen.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=κατασκευάζω πλοῖα). Παρασύνθετο ἀπό τό ναυπηγός, → ναῦς + πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ναῦς.