ἐπεισπλέω

From LSJ
Revision as of 22:13, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (elru replacement)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπλέω Medium diacritics: ἐπεισπλέω Low diacritics: επεισπλέω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΛΕΩ
Transliteration A: epeispléō Transliteration B: epeispleō Transliteration C: epeispleo Beta Code: e)peisple/w

English (LSJ)

A sail in after, Th.6.2, X.HG 1.1.5; θύννων.. ἐπεισέπλει ὑπογάστρι' Eub.37.
II sail against, attack, Th.4.13.

German (Pape)

[Seite 912] (s. πλέω), noch dazu hineinschiffen, Thuc. 6, 2; zum Angriff, 4, 13; Xen. Hell. 1, 1, 5.

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἐπεσπλέω;
f. ἐπεισπλευσοῦμαι;
1 survenir avec une flotte ou un navire;
2 faire voile contre, attaquer.
Étymologie: ἐπί, εἰσπλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισπλέω: староатт. ἐπεσπλέω (fut. ἐπεισπλευσοῦμαι)
1) внезапно приплывать, подплывать (Thuc.; δυοῖν ναυσίν Xen.);
2) врываться в (неприятельский) порт Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπλέω: καὶ ἐπεσπλ-: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, εἰσπλέω μετ’ ἄλλους εἴς τινα τόπον, Θουκ. 6. 2· Ἀλκιβιάδης ἐπεισπλεῖ Ξεν. Ἑλλην. 1. 1, 5· μεταφ., μετὰ ταῦτα θύννων... ἐπεισέπλει ὑπογάστρι’ ὀπτῶν Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2. II. εἰσπλέω που ἐναντίον τινὸς ὅπως ἐπιτεθῶ κατ’ αὐτοῦ, ὡς αὐτοὶ ἐπεσπλευσούμενοι Θουκ. 4. 13.

Greek Monolingual

ἐπεισπλέω (Α)
1. μπαίνω στο λιμάνι ενός τόπου μετά από άλλον («ἐπειδή δὲ οἱ Ἕλληνες κατὰ θάλασσαν ἐπεσέπλεον», Θουκ.)
2. εισπλέω κάπου εναντίον άλλου.

Greek Monotonic

ἐπεισπλέω: μέλ. -πλεύσομαι,
I. εισπλέω μαζί με, σε Θουκ., Ξεν.
II. πλέω εναντίον κάποιου, προσβάλλω, επιτίθεμαι, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι
I. to sail in after, Thuc., Xen.
II. to sail against, attack, Thuc.