λοιδορία
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
English (LSJ)
ἡ, railing, abuse, reproach, Antipho 2.1.4, Ar.Fr.346, Th.2.84, Pl. Euthd.288b, Phld.Lib.p.29 O., etc.; εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες D.10.75: pl., Lys.21.8, Pl.Tht.174c.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
reproche blessant, invective, injure.
Étymologie: λοίδορος.
German (Pape)
ἡ, das Schelten, Schmähen, Lästern; Thuc. 2.84; ἐκ λοιδορίας διαφθείρειν Antiph. II α 4; Plat. Theaet. 174c und öfter; τὸ πρᾶγμα εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες Dem. 10.75; Sp.
Russian (Dvoretsky)
λοιδορία: ἡ брань поношение, порицание Plat., Arph., Lys. etc.
Greek (Liddell-Scott)
λοιδορία: ἡ, (λοιδορέω), ὕβρις, ὀνειδισμός, κακολογία, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 126, Ἀντιφῶν 115. 17, Θουκ. 2. 84, Πλάτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λυσ. 162. 15.
English (Strong)
from λοίδορος; slander or vituperation: railing, reproach(-fully).
English (Thayer)
λοιδορίας, ἡ (λοιδορέω), railing, reviling: Sept.; Aristophanes, Thucydides, Xenophon, following.)
Greek Monolingual
η (AM λοιδορία) λοιδορώ
ύβρη, κακολογία, χλευασμός, ονειδισμός («τὸ πρᾶγμ' εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
λοιδορία: ἡ (λοιδορέω), ύβρη, προσβολή, κακολογία, σε Θουκ., Πλάτ.
Middle Liddell
λοιδορία, ἡ, λοιδορέω
railing, abuse, Thuc., Plat.
Chinese
原文音譯:loidor⋯a 睞多里阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:放置(說) 衝(著) 相當於: (רִיב / רִיבָה)
字義溯源:誹謗,責罵,奚落,中傷,辱罵;源自(λοίδορος)=漫罵);而 (λοίδορος)出自(λοίδορος)X*=危害)。參讀 (λοιδορέω)同源字
出現次數:總共(3);提前(1);彼前(2)
譯字彙編:
1) 辱罵(2) 彼前3:9; 彼前3:9;
2) 辱罵的(1) 提前5:14