ἵππαρχος

From LSJ
Revision as of 14:22, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵππαρχος Medium diacritics: ἵππαρχος Low diacritics: ίππαρχος Capitals: ΙΠΠΑΡΧΟΣ
Transliteration A: hípparchos Transliteration B: hipparchos Transliteration C: ipparchos Beta Code: i(/pparxos

English (LSJ)

ὁ,
A ruling the horse, epithet of Poseidon, Pi.P.4.45.
II commander of cavalry, τῆς ἵππου Hdt.7.154; at Athens, IG22.116.15 (iv B.C.), Ar.Av.799, Lys.16.8, Pl.Lg.755c, 880d, X.Eq.Mag.1.7,al.; ἵ. εἰς Λῆμνον χειροτονεῖν Hyp.Lyc.17, cf. D. 4.26; in other states, Th.4.72, IG7.2466 (Thebes, iii B.C.), etc.; in the Achaean league, ib.5(2).344.7 (Orchomenus), etc.; = Lat. magister equitum, D.S.12.64, Plu.Cam.5, etc.; = praefectus equitum, App.Hisp.47; cf. ἱππάρχης.

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, Anführer der Reiterei; καὶ στρατηγοί Plat. Legg. VIII, 847 d, öfter; Xen. Conv. 1, 4, bes. in Athen; bei den Römern tuagister equitum, Plut. – Bei Pind. P. 4, 45 heißt so Poseidon. – Vgl. ἱππάρχης, die spätere Form.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commandant de cavalerie.
Étymologie: ἵππος, ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

ἵππαρχος:
1 гиппарх, командующий конницей (в Афинах было два выборных гиппарха, которым были подчинены 10 φύλαρχοι): ἵππαρχοι καὶ στρατεγοί Plat. начальники конницы и пехоты;
2 управляющий конями (Ποσειδῶν Pind.);
3 (у римлян; лат. magister equitum) начальник конницы Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἵππαρχος: ὁ, διοικῶν τὸν ἵππον, ἐπίθ. τοῦ Ποσειδῶνος, Πινδ. Π. 4. 79· πρβλ. ἵππιος. ΙΙ. διοικητὴς ἱππικοῦ, Ἡρόδ. 7. 154· ἐν Ἀθήναις ἐξελέγοντο δύο ἵππαρχοι ἔχοντες ὑφ’ ἑαυτοὺς 10 φυλάρχους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 799, Λυσίας 146. 20, Πλάτ. Νόμ. 755C, 880D, Ξεν., Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 90, 7 καὶ 12· ἵππ. εἰς Λῆμνον χειροτονεῖν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκ. 14· χειροτονοῦσι δὲ καὶ εἰς Λῆμνον ἵππαρχον, ὃς ἰπιμελεῖται τῶν ἱππέων τῶν ἐν Λήμνῳ Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 90, 15, ἔκδ. Blass· πρβλ. Δημ. 47. 11: - ὁ Ξεν. ἔγραψε πραγματείαν περὶ τῶν καθηκόντων τοῦ ἱππάρχου, ἴδε Schneid. παρὰ Δινδ. ἐν Ξεν. Πονηματ. ἐν τῷ Πίνακι. - Ὑπῆρχον παρόμοιοι ἄρχοντες ἐν Σπάρτῃ, ἴδε ἱππάρχης· ἐν Βοιωτοίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1575. 14· ἐν Ἀχαΐᾳ καὶ Αἰτωλίᾳ. Πολύβ.· καὶ ἐν ἄλλαις Ἑλληνικαῖς πόλεσι. - μεταχειρίζεται δὲ τὴν λέξιν ὁ Πλούτ. πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ Magister Equitum..

English (Slater)

ἵππαρχος master of horses “ἱππάρχου Ποσειδάωνος” (P. 4.45)

Greek Monolingual

ἵππαρχος, ὁ (Α)
1. (για τον Ποσειδώνα) ο κυβερνήτης του ίππου («υἱὀς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ», Πίνδ.)
2. διοικητής, αρχηγός ιππικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππ(ο)- + -αρχος (< ἀρχος < ἄρχω), πρβλ. ίλαρχος, ναύαρχος].

Greek Monotonic

ἵππαρχος: ὁ, διοικητής ιππικού, σε Ηρόδ.· στην Αθήνα εκλέγονταν δύο, με υφισταμένους τους δέκα φυλάρχους, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἵππ-αρχος, ὁ,
a general of cavalry, Hdt.: at Athens there were two, with 10 φύλαρχοι under them, Ar.

Wikipedia EN

The Magister equitum, in English Master of the Horse or Master of the Cavalry, was a Roman magistrate appointed as lieutenant to a dictator. His nominal function was to serve as commander of the Roman cavalry in time of war, but just as a dictator could be nominated to respond to other crises, so the magister equitum could operate independently of the cavalry; like the dictator, the appointment of a magister equitum served both military and political purposes.

English (Woodhouse)

commander of cavalry, master of the horse

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=διοικητής ἱππικοῦ). Ἀπό τό ἵππος + ἄρχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

magister equitum

ar: قاضي الفرسان; az: suvarilər rəisi; bg: началник на конницата; ca: mestre de cavalleria; el: ίππαρχος; grc: ἵππαρχος, ἱππάρχης, ἱππάρχας, ἱππιάναξ, ἱππαρμοστής; fr: maître de cavalerie; he: מגיסטר אקוויטום; ja: マギステル・エクィトゥム; ka: მხედართა მეთაური; la: magister equitum; mk: магистер еквитум; pt: mestre da cavalaria; ro: maestrul cailor; uk: начальник кінноти; zh: 騎士統領

Lexicon Thucydideum

equitum praefectus, cavalry commander, 4.72.4.