σιτομέτρης

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτομέτρης Medium diacritics: σιτομέτρης Low diacritics: σιτομέτρης Capitals: ΣΙΤΟΜΕΤΡΗΣ
Transliteration A: sitométrēs Transliteration B: sitometrēs Transliteration C: sitometris Beta Code: sitome/trhs

English (LSJ)

σιτομέτρου, ὁ,
A one who measures and deals out corn or provisions, PTeb.701.296 (iii B.C.), Sammelb.4623 (ii/i B.C.).
2 magistrate who inspected corn-measures, Hyp.Fr.271a, Arist.Pol. 1299a23.

German (Pape)

[Seite 885] ὁ, 1) der Getreide, übh. Lebensmittel zumißt, austheilt, Proviantmeister? – 2) eine Obrigkeit, die auf Richtigkeit der Getreidemaaße zu sehen hat; Arist. pol. 4, 15; Hyperid. bei Poll. 7, 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
inspecteur des mesures pour le blé.
Étymologie: σῖτος, μέτρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτομέτρης -ου, ὁ [σῖτος, μέτρον] inspecteur van de graanrantsoenen.

Russian (Dvoretsky)

σῑτομέτρης: ου ὁ ситометр (должностное лицо по наблюдению за правильностью продовольственных мер и пайков) Arst.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που μετρούσε και μοίραζε τις μερίδες ψωμιού και άλλων τροφίμων
2. ο αρμόδιος να ελέγχει την ακρίβεια τών μέτρων τών σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -μέτρης (< μέτρον)].

Greek Monotonic

σῑτομέτρης: -ου, ὁ (μετρέω), αυτός που ζυγίζει και μοιράζει σιτάρι ή δημητριακά· αξιωματούχος επιφορτισμένος με την επιθεώρηση των σταθμών (των μέτρων) των σιτηρών, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν καὶ παρέχων μερίδας σίτου ἢ τροφῶν, τροφοδότης, Βυζ. 2) ὑπάλληλος ἔχων ἔργον νὰ ἐπιθεωρῇ τὰ μέτρα τοῦ σίτου, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 18, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.

Middle Liddell

σῑτο-μέτρης, ου, ὁ, μετρέω
one who measures out corn: a magistrate who had to inspect the corn measures, Arist.