ἀρχαιρεσία
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
Ion. ἀρχαιρεσίη, ἡ, (αἵρεσις)
A election of magistrates, ἀ. συνίζει an election is held, Hdt.6.58: mostly in plural, Pl.Lg.752c, X.Mem. 3.4.1, Is.7.28, Arist.Pol.1281b33, etc.
II later neut.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.6.58; tb. ἀρχαιρέσια, -ων, τά Plb.3.106.1, D.H.10.17, IPr.105.82 (I a.C.); ἀρχιαιρεσία Const. en Ath.Al.Apol.Sec.62
1 elección de magistrados οὐδ' ἀ. συνίζει no hay sesión de elección de magistrados Hdt.l.c., συνήθεις ... γενόμενοι τῶν ἀρχαιρεσιῶν Pl.Lg.752c, τὰς ἀρχαιρεσίας καὶ τὰς εὐθύνας τῶν ἀρχόντων Arist.Pol.1281b33, cf. D.13.19, SEG 27.510.3 (Cos III a.C.), IEphesos 1487.14 (II d.C.), etc.
•c. sent. temp., simpl. elecciones ἐν ἀρχαιρεσίαις ὑμεῖς Χαβρίαν ... κατεστήσατε D.23.171, ἐν ταῖς πρώταις ἀρχαιρεσίαις Anadolu 9.1965.37.19 (Teos III/II a.C.), εἰς τὰς ἐπιούσας ἀρχαιρεσίας Anadolu 9.1965.40.101 (Teos III/II a.C.), τῆς δὲ τῶν ἀρχαιρεσίων ὥρας συνεγγιζούσης Plb.3.106.1, τῶν ἀρχαιρεσίων καθηκόντων Plb.4.67.1, ἀρχαιρεσίων ἡμέρα D.H.10.17, cf. SIG 578.6 (Teos II a.C.).
2 c. sent. local asamblea de elección de magistrados, lat. comitia ἰδὼν ... Νικομαχίδην ἐξ ἀρχαιρεσιῶν ἀπιόντα X.Mem.3.4.1, ἐν ἀρχαιρεσίαις Is.7.28, IPr.7.2 (IV a.C.), ἐν ταῖς βουλαῖς καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, μάλιστα δὲ ἐν ταῖς ἀρχαιρεσίαις OGI 48.11 (Egipto III a.C.), γενομένων τῶν ἀρχαιρεσιῶν ἐν τῷ θεάτρῳ SEG 27.545.2 (Samos III a.C.), ἐν ἀρχαιρεσίαις τοῦ δήμου D.H.4.80, cf. D.C.42.20.4, 53.23.2.
German (Pape)
[Seite 364] ἡ, bei Her. 6, 58, die gewählte Obrigkeit; sonst plur. Beamtenwahl, Plat. Legg. VI, 652 c; Xen. Mem. 3, 4, 1; Pol. 4, 37. 2 u. öfter, comitia.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
élection des magistrats.
Étymologie: ἀρχή, αἱρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχαιρεσία: ἡ1) тж. pl. выборы должностных лиц Her., Xen., Plat.;
2) (в Риме; лат. comitia) комиции Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιρεσία: ἡ, (αἵρεσις) ἡ ἐκλογὴ ἀρχόντων, ἀρχ. συνίζει, συνέλευσις πρὸς ἐκλογὴν γίνεται, Ἡρόδ. 6. 58· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 752C, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1, Ἰσαίῳ 66, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 8, κλ.· δι’ αὐτῆς μετεφράζετο συνήθως ἡ Λατιν. λέξις comitia, Πολύβ. 3. 106, 1, κτλ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. πεζοῖς καὶ κατ’ οὐδ. τύπον, ἀρχαιρέσια, τὰ, Πολύβ. 4. 67, 1, Διον. Ἁλ. 6. 89, 8. 90, κτλ.· ἴδε Μοῖρ. σ. 11.
Greek Monolingual
η (Α ἀρχαιρεσία, η και ἀρχαιρέσια, τα)
συνήθ. στον πληθ.
1. η εκλογή αρχόντων
2. η συνέλευση για εκλογή αρχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ- + αίρεσις.
ΠΑΡ. αρχ. αρχαιρεσιάζω].
Greek Monotonic
ἀρχαιρεσία: ἡ (αἵρεσις), εκλογή αρχόντων, σε Ηρόδ.· συνήθως σε πληθ., σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
αἵρεσις
an election of magistrates, Hdt.; mostly in plural, Xen., etc.
Mantoulidis Etymological
(=ἐκλογή ἀρχόντων). Σύνθετο ἀπό τό ἀρχή + αἴρεσις.
Παράγωγα: ἀρχαιρεσιάζω (=κάνω συνέλευση γιά ἐκλογή ἀρχόντων), ἀρχαιρεσιακός.