πίμπλημι
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
in pres. and impf. formed
A like ἵστημι; Aeol. 3pl. πίμπλεισι Alc.Supp.25.3; Ep. 3sg. subj. πιμπλῇσι Hes.Op.301; imper. πίμπλη cj. in Xenarch.3, ἐμ-πίμπλη Ar.Av.1310; part. πιμπλάς Pl.R. 586b; but nom.pl.fem. πιμπλεῖσαι Hes.Th.880: impf. 3pl. ἐπίμπλασαν X.An.1.5.10: other tenses from πλήθω (which in pres. and impf. is intr.): fut. πλήσω E.Hipp.692, (ἀνα-) Od.5.302: aor. ἔπλησα E.Med. 905, etc.; Ep. πλῆσα Il.13.60, al.: pf. πέπληκα (ἐμ-) Pl.Ap.23e, Ly. 204d:—Med., fut.πλήσομαι (ἐμ-) Arat.1121, App.Syr.7:aor. ἐπλησάμην Il.9.224, etc.:—Pass., fut. πλησθήσομαι Ev.Luc.1.15, Charito 5.5, Him.Or.23.14, (ἐμ-) E.Hipp.664, Isoc.6.69; also πεπλήσομαι Porph. Abst.1.16: aor. ἐπλήσθην Il.20.156, etc.; Ep. 3pl. πλῆσθεν 17.211, Od.4.705: pf. πέπλησμαι Babr.60, (ἐμ-) Pl.R.518b, 3pl. πεπλήαται Semon.31 A, πέπληνται Hp.Flat.8; also shortd. form πλῆνται Parm. 1.13: aor. 2 ἐπλήμην, Ep.3sg. and pl. πλῆτο, πλῆντο, Il.17.499, Od.8.57, Parm.12.1; ἐν-έπλητο Ar.V.911, 1304; imper. ἔμ-πλησο ib.603; opt. ἐμ-πλῄμην, -ῇτο, Id.Ach.236, Lys.235; part. ἐμ-πλήμενος Id.V. 424, 984, etc.—In the compd. ἐμπίμπλημι (q.v.; more freq. in Prose) the second μ is sts. dropped, as ἐμπίπλημι; but returns with the augm., as in ἐνεπίμπλασαν; cf. πίμπρημι :—fill, c. gen.rei, fill full of... τράπεζαν ἀμβροσίης Od.5.93; πήρην σίτου καὶ κρειῶν 17.411; π. τινὰ μένεος, θάρσευς φρένας, Il.13.60, 17.573; καλάμης τὸ πλοῖον Hdt.1.194; π. κρητῆρα κακῶν A.Ag.1398; πίμπλημ' ὄμμα δακρύων S.El.906; δακρύων ἔπλησεν ἐμέ filled me full of tears, E.Or.368: c. dat. rei, fill with... ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς Il.16.374; δακρύοις Ἑλλάδ' ἅπασαν ἔπλησεν E.Or.1363 (lyr.); simply, fill, ἰχθύες . . πιμπλᾶσι μυχούς Il.21.23, cf. 14.35, Hes.Op.411, Pl.Grg.494a; π. μέλος A.Fr.57.4: abs., πίμπλη σὺ μὲν ἐμοί (sc. τὴν κύλικα) Xenarch.3. 2 fill full, satisfy, glut, E.Cyc.146, etc. 3 fill, discharge an office, A.Ch.361 (dub.). II Med., fill for oneself, or what is one's own, πλησάμενος οἴνοιο δέπας having filled himself a cup of wine, Il.9.224, cf. Od.14.112, etc.; π. νῆας load ships, ib.87; π. . . θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος fill up, satiate one's desire with... 17.603; ματρόθεν δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω S.OC528 (lyr.); πεδία πίμπλασθ' ἁρμάτων fill the plain full of your chariots, v.l. in E.Ph.522. III Pass., to be filled, be full of, τῶν . . ἐπλήσθη πεδίον Il.20.156; πλῆτο ῥόος . . ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν 21.16; ὄσσε δακρυόφι πλῆσθεν Od.4.705, etc.; μένεος . . φρένες . . πίμπλαντο Il.1.104; πλῆσθεν . . μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς 17.211; ἀλκῆς πλῆτο φρένας . . ib.499; ἀϋτῆς . . ἐπλήσθη στέγος E.Heracl.646: rarely c. dat., λέκτρα δ' ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασι A.Pers.134 (lyr.); δάκρυσι τὸ στράτευμα πλησθέν Th.7.75. 2 to be filled, satisfied, have enough of a thing, αἱμάτων γένυσιν πλησθῆναι S.Ant.121; π. τῆς νόσου ξυνουσίᾳ to be wearied of it by being with it, Id.Ph.520; ἡδονῶν Pl.R.442a, etc. 3 of females, become pregnant, Arist. HA576b29, 578b32. (Cf. Skt.piparti 'fill', pūrṇá-, Lat. plenus, Goth. fulls, etc. 'full'.)
German (Pape)
[Seite 616] fut. u. s. w. werden von πλήθω (s. unten, u. vgl. πλέος, πλήρης) gebildet, πλήσω, πέπλησμαι, ἐπλήσθην; aor. syncop. med. mit passiv. Bdtg ἐπλήμην, Hom. πλῆτο, πλῆντο, opt. πλῄμην oder πλείμην, Ar. Ach. 236, imperat. πλῆσο (wegen des Ausfalls des μ der Reduplication s. ἐμπίπλημι); – vollmachen, anfüllen; c. acc., ἰχθύες φεύγοντες πιμπλᾶσι μυχοὺς λιμένος, Il. 21, 23; gewöhnlich τί τινος, Etwas womit, z. B. τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα, nachdem sie den Tisch mit Ambrosia angefüllt hatte, Od. 5, 93; τάχα κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων, Il. 16, 72; ἀμφοτέρω πλῆσεν μένεος, Il. 13, 60, u. öfter in ähnlichen Verbindungen. – Im med. für sich füllen, πλησάμενος δ' οἴνοιο δέπας, Il. 9, 224, πλησάμενος δ' ἄρα θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Od. 17, 603. 19, 198, nachdem er seine Eßlust gestillt. sich an Speise und Trank gesättigt hatte; – pass., μένεος δὲ μέγα φρένες πίμπλαντο, Il. 1, 104, ὄσσε δ' ἄρα σφέων δακρυόφιν πίμπλαντο, Od. 20, 349, wie τὼ δέ οἱ ὄσσε δακρυόφιν πλῆσθεν, d. i. ἐπλήσθησαν, Il. 17, 696; u. eben so im aor. syncop., ἀλκῆς καὶ σθένεος πλῆτο φρένας, 17, 499, πλῆτο ῥόος ἐπιμὶξ ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων, 21, 16, u. öfter. – Eben so Tragg. u. in Prosa: τοσῶνδε κρατῆρ' ἐν δόμοις κακῶν ὅδε πλήσας ἀραίων, Aesch. Ag. 1371; aber auch c. dat., λέκτρα δ' ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασιν, Pers. 131; χαρᾷ δὲ πίμπλημ' εὐθὺς ὄμμα δακρύων, Soph. El. 894 u. öfter; πρίν ποθ' ἁμετέρων αἱμάτων γένυσιν πλησθῆναι, sättigen, Ant. 121; u. im med., μητρόθεν δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω; O. C. 532; πεδία πίμπλασθ' ἁρμάτων, Eur. Phoen. 525; οὐδὲ τὸ στέγον ἑαυτῶν πιμπλάντες, Plat. Rep. IX, 586 b; λήθης τε καὶ κακίας πλησθεῖσα, Phaedr. 248 c; Sp., χῶρος δίψης ἀεὶ πιμπλάμενος, Luc. Nigr. 16; Plut. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πίμπλημι: ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. σχηματίζεται ὡς τὸ ἵστημι· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. ὑποτ. πίμπλῃσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 299· προστ. πίμπλα Ξέναρχος ἐν «Διδύμοις» 2, ἐμπίπλη Ἀριστοφ. Ὄρν. 1310· ― παρατ. γ΄ πληθ. ἐπίμπλασαν Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ― οἱ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ πλήθω (ὅπερ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. εἶναι ἀμετάβ., ἴδε ἐν λ.): μέλλ. πλήσω Εὐρ. Ἱππ. 691, (ἀνα-) Ὅμ.· ― ἀόρ. ἔπλησα Εὐρ., κλ.· Ἐπικ. πλῆσα Ὅμ.· ― πρκμ. πέπληκα (ἐμ-) Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, Λυσίας 204C· ― Μέσ., μέλλ. πλήσομαι (ἐμ-) Ἀππ., Ἄρατ.· ― ἀόρ. ἐπλησάμην Ὅμ., Ἀττ. ― Παθητ., μέλλ. πλησθήσομαι Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 311, (ἐμ-) Εὐρ., κλ.· ὡσαύτως πεπλήσομαι Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 16· ― ἀόρ. ἐπλήσθην Ὅμ., Ἀττ.· Ἐπικ. γ΄ πληθ. πλῆσθεν Ὀδ. Δ. 705, Ἰλ. Ρ. 211· ― πρκμ. πέπλησμαι Βάβρ. 60, (ἐμ-) Πλάτ. Πολ. 518Β, γ΄ πληθ. πέπληνται Ἱππ. 298. 33 (κοινῶς: πεπλήρωνται)· ― πλὴν τῶν χρόνων τούτων ὑπῆρχε ποιητ. ἀόρ. β΄ μετὰ τύπου ὑπερσυντ. ἐπλήμην, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. πλῆτο, πλῆντο Ὅμ.· ἐνέπλητο Ἀριστοφ. Σφ. 911, 1304· προστ. ἔμπλησο αὐτόθι 603· εὐκτ. ἐμπλῄμην, -ῇτο ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 236, Λυσ. 235 μετοχ. ἐμπλήμενος ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 424, 984, κτλ. ― Ἐν τῷ συνθέτ. ἐμπίμπλημι (ὅπερ εἶναι συνηθέστερον ἐν πεζῷ λόγῳ), τὸ δεύτερον μ ἐκπίπτει, οἷον ἐμπίπλημι· ἀλλ’ ἐπανέρχεται μετὰ τῆς αὐξήσεως, οἷον ἐνεπίμπλασαν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 95, πρβλ. πίμπρημι· ὁ Αἰσχύλ. ἔχει πῐπλάντων χάριν τοῦ μέτρου, Χο. 360. ― Παράλληλ. ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ. τύποι: γ΄ ἑνικ. παθ. πιμπλάνεται Ἰλ. Ι. 679· μετοχ. πιμπλῶν (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πιμπλέω) Ἱππ. 1199F· Ἰωνικ. θηλ. μετοχ. πληθ. πιμπλεῦσαι Ἡσ. Θ. 880· γ΄ ἑνικ. παρατατ. ἐνεπιμπλέετο Ἡρόδ. 3. 108. ― Ἐν Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 291, ἀντὶ ἔπιπλον ἀλωὴν (ὡς ἐκ ῥήματος πίπλω) ἔπιτνον ἤδη ἐκ διορθώσεως φέρεται. (Ἐκ τῆς √ΠΛΑ˘, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἀπαρ. πιμπλάναι· πρβλ. πλήθω, πλέως, πλῆθος, πλήρης· πρβλ. ὡσαύτως πολύς, πλείων, πλεῖστος, πλοῦτος· Σανσκριτ. prî, pi-par-mi, pri-nami (compleo), prâ-nas, pûrnas (plenus)· Λατ. ple-o (ἐν συνθέσει), ple-nus, ple-bes, pop-ulus· Σλαυ. plu-nu (plenus), plu-ku (populus)· Λιθ. pil-ti (implere· Γοτθ. full-s (πλήρης), full-o (πλήρωμα)· Ἀγγλο-Σαξον. full, fol-c· Ἀρχ. Γερμ. fol, fol-c, κτλ.). Πληρῶ, γεμίζω· μετὰ γεν. πράγματ., πληρῶ, γεμίζω μέ τι, τράπεζαν ἀμβροσίης Ὀδ. Ε. 93· πήρην σίτου καὶ κρειῶν Ρ. 411· π. τινὰ μένεος, φρένας θάρσους, Ἰλ. Ν. 60, Ρ. 573· οὕτω παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσι, π. τὸ πλοῖον καλάμης Ἡρόδ. 1. 194· π. κρητῆρα κακῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1397· πίμπλημ’ ὄμμα δακρύων Σοφ. Ἠλ. 906· δακρύων ἔπλησεν ἐμέ, μὲ ἐνέπλησε δακρ., Εὐρ. Ὀρ. 368· ― ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγματος (πρβλ. σάττω ΙΙ), γεμίζω μέ τι, δακρύοισιν Ἑλλάδα ἔπλησεν αὐτόθι 1363· πέμφιγι πλήσας ὄψιν Σοφ. Ἀποσπ. 483 (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2)· ― ἐν Ἰλ. Π. 374, ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, ἰαχῇ καὶ φόβῳ εἶναι πιθαν. δοτικ. τρόπου: ― ἁπλῶς, γεμίζω, ἰχθύες... πιμπλᾶσι μυχοὺς Φ. 23, πρβλ. Ξ. 35, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 409, Πλάτ. Γοργ. 494Α· π. μέλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ― πίμπλα σὺ μὲν ἐμοὶ (δηλ. τὴν κύλικα) Ξέναρχος ἐν «Διδύμοις» 2. 2) πληρῶ ἐντελῶς, γεμίζω, ἱκανοποιῶ, χορταίνω, Εὐρ. Κύκλ. 146, κτλ. 3) πληρῶ θέσιν τινά, κατέχω ἀξίωμα, Αἰσχύλ. Χο. 370 (ἀλλὰ τὸ χωρίον φαίνεται ὅτι εἶναι ἐφθαρμένον). ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἀορ., γεμίζω δι’ ἐμαυτόν, ἢ γεμίζω τι ἀνῆκον εἰς ἐμέ, πλήσασθαι δέπας οἴνοιο Ἰλ. Ι. 224, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 112· πλησάμενοι δέ τε νῆας ἔβαν, φορτώσαντες τὰ πλοῖα ἀπῆλθον, Ὀδ. Ξ. 87· θυμὸν πλήσασθαι... ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Λατ. animum explere, P. 603· μητρόθεν δυσώνυμα λέκτρ’ ἐπλήσω Σοφ. Ο. Κ. 528· πεδία πίμπλασθ’ ἁρμάτων Εὐρ. Φοίν. 522, κτλ. ΙΙΙ. Παθ., πληροῦμαι, τῶν δ’ ἅπαν ἐπλήσθη πεδίον Ἰλ. Υ. 156· πλῆτο ῥόος... ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων Φ. 16· ὄσσε δακρυόφιν πλῆσθεν Ὀδ. Δ. 705, κτλ.· μένεος... φρένες... πίμπλαντο Ἰλ. Α. 104· πλῆσθεν… μέλε· ἐντὸς ἀλκῆς Ρ. 211· ὡσαύτως, ἀλκῆς πλῆτο φρένας... αὐτόθι 499· οὕτω παρὰ Τραγικ., κλ. 2) πληροῦμαι ἔκ τινος πράγματος, χορταίνω, γένυσι πλησθῆναι αἱμάτων Σοφ. Ἀντ. 121· πλ. τῆς νόσου συνουσίᾳ, βαρύνομαι τὴν νόσον ὡς ἔχων αὐτὴν ἐπὶ πολύ, ἢ ἴσως ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀναπίμπλημι ΙΙ. 2), ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 520· ἡδονῶν Πλάτ. Πολ. 442Α, κτλ.· ― σπανίως μετὰ δοτ., λέκτρα δ’ ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασι Αἰσχύλ. Πέρσ. 134· δάκρυσι τὸ στράτευμα πλησθὲν Θουκ. 7. 75· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. 3) ἐπὶ τῶν θηλέων, γίνομαι ἔγκυος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 15., 29. 6.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐπίμπλην, f. πλήσω, ao. ἔπλησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐπλήσθην, pf. πέπλησμαι;
1 remplir : πήρην σίτου OD une besace de provisions de bouche ; τινα μένεος IL qqn de courage ; φρένας θάρσευς IL l’âme de hardiesse ; Pass. être plein, rempli de;
2 remplir, couvrir, obstruer : μυχοὺς λιμένος IL le fond d’un lac;
3 fig. rassasier, combler : αἱμάτων πλησθῆναι SOPH être rassasié de sang;
Moy. πίμπλαμαι (ao. ἐπλησάμην);
1 remplir pour soi : δέπας οἴνοιο IL se remplir une coupe de vin ; νῆας OD équiper des navires pour soi;
2 rassasier : θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος OD ou abs. π. θυμόν OD rassasier son cœur de nourriture et de boisson.
Étymologie: R. Πλα, remplir, avec redoubl. πι-μ-πλα- ; cf. πλήθω, lat. compleo, impleo, plenus, etc.