κροτέω

From LSJ
Revision as of 12:17, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτέω Medium diacritics: κροτέω Low diacritics: κροτέω Capitals: ΚΡΟΤΕΩ
Transliteration A: krotéō Transliteration B: kroteō Transliteration C: kroteo Beta Code: krote/w

English (LSJ)

poet. κορτέω Hsch., cf. ἀνακροτέω: (κρότος):—

   A make to rattle, of horses, ὄχεα κροτέοντες rattling them along, Il.15.453, cf. h.Ap.234.    II knock, strike, λέβητας Hdt.6.58; θύρσῳ γῆν E.Ba. 188; τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευράς D.54.9; τινα Plu.2.10d: sens. obsc., IG 12(7).414 (Amorgos, cf. διακροτέω 1):—Pass., to be beaten byrain, Ael. NA16.17.    2 clap in sign of applause, κ. τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, Hdt. 2.60, X.Cyr.8.4.12; ταῖς χερσί Thphr.Char.19.10: abs., applaud, X.Smp.9.4, D.21.226, etc.; ἐν θεάτρῳ Thphr.Char.11.3: c.acc., κ. τινά D.L.7.173:—Pass., Arist.Po.1456a10 (sed leg. κρατεῖσθαι), Pl. Ax.368d, etc.; τέλειος ῥήτωρ καὶ κεκροτημένος Phld.Rh.2.128 S.; παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια are commended, Ath.5.182a (sed leg. <συγ>κεκρ.).    b also in sign of disapproval, Plu.2.533a.    3 κ. ὀδόντας gnash the teeth, Archil.Supp.2.9.    4 of a smith, hammer, weld together, Luc.Lex.9: metaph., in Pass., to be wrought, κεκρότηται χρυσέα κρηπίς Pi.Fr.194, cf. Lyc.888: hence ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες one mass of trickery, Theoc.15.49; εὐθὺς τὸ πρῆγμα κροτείσθω 'strike while the iron is hot', AP10.20 (Adaeus).    5 rattle, clash, χαλκώματα Plu.2.944b: c. dat., κ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις make a rattling noise with them, in order to collect a swarm of bees, Arist.HA627a16; κ. κυμβάλοις Luc.Alex.9; satirically, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα [Μοῦσ' Εὐριπίδου] Ar.Ra.1306, cf. Ael.NA2.11.    6 strike the woof home with the weaver's sley, σινδόνες λίαν κεκροτημέναι close-woven, Str.15.1.67.

German (Pape)

[Seite 1513] (mit κρούω zusammenhangend, nach Eust. ein onomatopoetisches Wort), klappern, rasseln lassen; wie κροταλίζω von den Pferden, κείν' ὄχεα κροτέοντες, mit dem leeren Wagen daherrasselnd, Il. 15, 453; H. h. Apoll. 234. – Gew. klatschen, klopfen, schlagen; θύρσῳ κροτῶν γῆν Eur. Bacch. 188; Sp., ταρφέα σιγαλόεντι πέδον κροτέοντα πεδίλῳ Ap. Rh. 4, 1195; τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευράς Dem. 54, 9; κροτοῦντες τὸ ἔδαφος Plut. Eumen. 11; nach Moeris hellenistisch = an die Thür klopfen. – Bes. a) ein Saiteninstrument mit dem Plektrum schlagen, Sp.; auch κυμβάλοις, Luc. Alex. 9, s. d. – b) ein Gewebe mit der Weberlade festschlagen, Strab. XV, 717. – c) vom Schmiede, zusammenhämmern, zusammenschweißen, schmieden; Luc. Lexiph. 9; χρυσῷ πλατὺν κρατῆρα κεκροτημένον Lycophr. 888; a. Sp.; übtr., κεκρότηται χρυσέα κρηπίς Pind. frg.; ἐξ ἀπάτας κεκροταμένοι ἄνδρες, aus Lug u. Trug zusammengesetzt, Theocr. 15, 49; εὐθὺς τὸ πρῆγμα κροτείσθω, das Geschäft werde sogleich betrieben, Addaeus (X, 20), wie »das Eisen schmieden, so lange es heiß ist«. – d) zusammenschlagen; κροτεῖν τὼ χεῖρε, beide Hände gegen einander schlagen, mit beiden Händen Beifallklatschen, Xen. Cyr. 8, 4, 12; καὶ χαίρειν Plat. Euthyd. 303 b; καὶ ἐκβοᾶν Rep. VI, 492 b; auch = loben, παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια Ath. V, 182 a; Ggstz συρίττω, Luc. Harmonid. 2; vgl. Plat. Ax. 368 d; übh. = Lärm machen, klappern, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα Μοῦσα Ar. Ran. 1305, auch κἂν πιθανωτέρους τούτων λόγους ἄρτι κροτήσῃς, Plat. Ax. 369 d; laut herdeclamiren, schwatzen, Sp. – Adj. verb. κροτητός, geschlagen; κτύπῳ δ' ἐπ ιῤῥοθεῖ κροτητὸν ἁμὸν καὶ πανάθλιον κάρα Aesch. Ch. 428; ἅρματα, rasselnde Wagen, Soph. El. 714; auf Saiteninstrumenten gespielt, κροτητὰ μέλη Soph. bei Ath. IV, 175 e, u. ähnl. A.

Greek (Liddell-Scott)

κροτέω: ποιητικός τις τύπος κορτέω μνημονεύεται ὑπὸ Ἡσύχ., ὅθεν ἀνακορτήσασα (ἀντὶ ἀνακροτ-) διορθοῦται ὑπὸ τοῦ Meineke ἔν τινι ἑξαμέτρῳ παρὰ Διογενιαν. 3. 97· (κρότος). Κάμνω νὰ κροτῇ τι, ἐπὶ ἵππων, ὄχεα κροτέοντες, σύροντες αὐτὰ μετὰ κρότου, Ἰλ. Ο. 453, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 234· πρβλ. κροταλίζω Ι. ΙΙ. κτυπῶ, πλήττω, κρούω, λέβητας Ἡρόδ. 6. 58· γῆν θύρσῳ Εὐρ. Βάκχ. 188· τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευρὰς Δημ. 1259. 22· τινα Πλούτ. 2. 10D. ― Παθ., πλήττομαι ὑπὸ βροχῆς, Αἰλ. π. Ζ. 16. 17. 2) κτυπῶ τὰς χεῖράς μου εἰς σημεῖον ἐπικροτήσεως, κροτεῖν τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, κροτεῖν τὰς χεῖρας, χειροκροτεῖν, Ἡρόδ. 2. 60, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 12· ἀπολ., κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 9, 4, Δημ. 586. 21, κτλ.· καὶ μετ’ αἰτ., κρ. τινα Διογ. Λ. 7. 173. ― Παθ., ἐπικροτοῦμαι, ἐπιτυγχάνω, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 12, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, κτλ.· παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια, ἐπαινοῦνται, Ἀθήν. 182Α. β) ὡσαύτως εἰς σημεῖον ἀποδοκιμασίας, Πλούτ. 2. 533Α· ἴδε κρότος 2. β. 3) ἐπὶ χαλκέως, σφυρηλατῶ ὁμοῦ καὶ συνενῶ, ὡς τὸ συγκροτέω, Λουκ. Λεξιφ. 9· ― μεταφ., κρ. λόγους Πλάτ. Ἀξ. 369Β· καὶ ἐν τῷ παθ., πλήττομαι, σφυρηλατοῦμαι, κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς Πινδ. Ἀποσπ. 206, πρβλ. Λυκόφρ. 888· καὶ μεταφ. (ὡς τὸ κρότημα), ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος, ἐσφυρηλατημένος, ὅλος ἀπάτη, Θεόκρ. 15. 49· εὐθὺς τὸ πρᾶγμα κροτείσθω, ὡς τό: νὰ σφυρηλατῆται ὁ σίδηρος ἐνόσῳ εἶναι θερμός, Ἀνθ. Π. 10. 20. 4) συγκροτῶ, συγκρούων κροτῶ, χαλκώματα Πλουτ. 2. 944Β· ὡσαύτως, κρ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις, ἐγείρω κρότον ἢ θόρυβον δι’ αὐτῶν ὅπως συνάξω σμῆνος μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κ. κυμβάλοις Λουκ. Ἀλέξ. 9· καὶ σατυρικῶς, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα Μοῦσ’ Εὐριπίδου Ἀριστοφ. Βάτρ. 1306, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 5) πλήττω τὴν κρόκην διὰ τῆς κερκίδος ἐν τῷ ὑφαίνειν, σινδόνες λίαν κεκροτημέναι, πυκνῶς ὑφασμέναι, «κρουσταί», Στράβ. 717.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. κροτήσω, ao. ἐκρότησα, pf. κεκρότηκα;
I. faire retentir, faire résonner : ὄχεα κροτέοντες IL faisant résonner les chars;
II. frapper :
1 frapper, heurter : λέβητας HDT des chaudrons ; κροτεῖν τινα, frapper qqn;
2 frapper sur un instrument : χαλκώματα PLUT frapper des cymbales d’airain ; faire du bruit avec un instrument ; κροτεῖν κυμβάλοις LUC faire résonner des cymbales;
3 frapper avec un marteau de forgeron ; forger, battre, marteler, écrouir (un métal) : κεκρότηται χρυσέα κρηπίς PIND (PLUT) la base est fabriquée en or;
4 frapper l’un contre l’autre, heurter, choquer : κροτεῖν τὰς χεῖρας HDT, τῶ χεῖρε XÉN battre des mains ; abs. κρ. applaudir ; qqf en mauv. part battre des mains en signe de désapprobation.
Étymologie: DELG v.norr. hratt « frapper ».

English (Autenrieth)

(κρότος) = κροταλίζω, Il. 15.453†.

English (Slater)

κροτέω
   1beat, stamp μελπόμεναι ποδὶ κροτέο [ντι (sc. γᾶν) Πα.. 1. κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194.