ἀγλαός

From LSJ
Revision as of 14:11, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγλαός Medium diacritics: ἀγλαός Low diacritics: αγλαός Capitals: ΑΓΛΑΟΣ
Transliteration A: aglaós Transliteration B: aglaos Transliteration C: aglaos Beta Code: a)glao/s

English (LSJ)

[ᾱγλᾰ-], ή, όν, also ός, όν Thgn.985, E.Andr.135:—

   A splendid, shining, bright, epith. of beautiful objects, ἀ. ὕδωρ Il.2.307, etc.; γυῖα 19.385, cf. B.16.103; μηρία Hes.Op.337; ἥβης ἀ. ἄνθος Tyrt.10.28, cf. Thgn. l.c., B.5.154; then generally, splendid, beautiful, ἄποινα Il.1.23; δῶρα ib.213, etc.; ἔργα Od.10.223; ἄλσος Il.2.506, cf. Pi.N.4.20, Simon.13, etc.; noble, glorious, ἀγλαόν [ἐστιν] ἀνδρὶ μάχεσθαι γῆς πέρι Callin.1.6.    II of men, either beautiful or famous, noble, Il.2.736,826, Hes.Sc.37, Pi.O.14.7, B.16.2, etc.: c. dat. rei, famous for a thing, κέρᾳ ἀγλαός, sarcastically, Il.11.385.— Ep. and Lyr. word, twice in Trag. (lyr.) ἀγλαὰς Θήβας S.OT152; Νηρηίδος ἀγλαὸν ἕδραν E. l.c.; also in later poetry, as Theoc.28.3. Adv. ἀγλαῶς Ar.Lys.640. (Perh. containing base γελα- in reduced form.)

German (Pape)

[Seite 16] ή, όν, auch 2 End., Eur. Andr. 135, mit ἄγαμαι, ἀγάλλω, αἴγλη zusammenhängend, für ἀγαλός, so zum Theil schon die Alten; meist durch λαμπρός erkl., eigtl. glänzend, ὕδωρ, hell, klar, Il. 2, 307; prächtig, herrlich, Hom. δῶρα, Il. 1, 213 u. sonst, ἄποινα Iliad. 1, 23, ἄλσος 2, 506 Od. 6, 291, εὖχος, herrlicher Ruhm, Il. 7, 203; von Menschen: ruhmvoll, vornehm, Hom. häufig ἀγλαὸς υἱός, von den Söhnen der Fürsten; auch ἀγλαὰ τέκνα. So auch Pind. ἀνήρ Ol. 14, 7; Ποσειδᾶν I. 7, 27; γέρας Ol. 8, 11; τύμβος N. 4, 20; παῖδες I. 5, 59; νῖκαι N. 11, 20; πλοκαμοί P. 4, 82 u. sonst. Oft bei Theogn.; Soph. Θῆβαι O. R. 251; Eur. ἀγλαὸς θεᾶς ἕδρα Andr. 135; strahlend, neben ἀννέφελος Arat. Ph. 415, wie auch χρυσός in einem Verse bei Plat. Ep. I, 310 a. – Adv., ἀγλαῶς ἔθρεψέ με Ar. Lys. 640.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαός: -ή, -όν, ὡσαύτ. -ός, -όν. Θέογν. 985, Εὐρ. Ἀνδρ. 135: - λαμπρός, φαεινός, στιλπνός, συχνάκις ὡς ἐπίθ. ὡραίων πραγμάτων, ἀγλ. ὕδωρ, Ἰλ. Β. 307. κτλ.· γυῖα, Τ. 385· μηρία, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 335· ἥβης ἀγλαὸν ἄνθος, Τυρτ. 10. 28, πρβλ. Θέογν. ἔνθ ἀνωτ.· ἐπὶ τοῦ ἡλίου. Ἐμπεδ. 172· - ἀκολούθως καθόλου, λαμπρός, ὡραῖος· ἄποινα, Ἰλ. Α. 23· δῶρα, αὐτόθ. 213, κτλ.· ἔργα, Ὀδ. Κ. 223· ἄλσος, Ἰλ. Β. 506· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡραῖος, ἢ περίφημος, εὐγενής, Ἰλ. Β. 736, 826, κτλ.· μ. δοτ. πράγμ., περίφημος διά τι, κέρᾳ ἀγλαός, σκωπτικῶς. Ἰλ. Λ. 385. - Ἡ λέξις εἶναι ἀρχ. Ἐπ. καὶ Λυρ. καὶ μόνον δὶς εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Τραγ. ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀγλαὰς Θήβας, Σοφ. Ο. Τ. 152· Νηρηΐδος ἀγλαὸν ἕδραν, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Εὑρίσκεται ὅμως παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, π.χ. Θεοκρ. 28, 3, καὶ τὸ ἐπίρρ. ἀγλαῶς ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 640· πρβλ. τὰ παράγωγα ἀγλαΐζω, ἀγλάϊσμα, ἀγλαώψ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἀγάλλω) [ᾱγλᾰος, οὕτω καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις.]

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
1 brillant, éclatant, splendide ; p. ext. beau, magnifique ; en parl. de pers. beau ; noble, illustre;
2 ironiq. brillant, fier ; κέρᾳ ἀγλαέ IL (toi qui es) fier d’un morceau de corne en parl. d’un archer qui combat de loin avec son arc.
Étymologie: cf. ἀγάλλω.

English (Autenrieth)

(root γαλ-): splendid, shining, bright; epith. of pellucid water, golden gifts, etc.; met. ‘illustrious,’ ‘famous,’ υἱός, Od. 4.188; ‘stately,’ Il. 19.385; in reproach κέραι ἀγλαέ, ‘brilliant with the bow,’ Il. 11.385.