ἀπειλητικός
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ή, όν,
A = ἀπειλητήριος, ῥήσεις Pl.Phdr.268c; νόμιμα Id.Lg.823c; ὄμματα X.Mem.3.10.8. Adv. -κῶς Phryn.PSp.61 B.
German (Pape)
[Seite 283] drohend, ῥήσεις Plat. Phaedr. 268 c; νόμιμα Legg. VII, 823 c; ὄμματα Xen. Mem. 3, 10, 8; βλέμμα Poll. 2, 59.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειλητικός: -ή, -όν, = ἀπειλητήριος, ῥήσεις Πλάτ. Φαῖδρ. 268D· νόμιμα ὁ αὐτ. Νόμ. 823C· ἴδε ἐν λ. ἀπεικαστέον. ― Ἐπίρρ. -κῶς Γρηγ. Νύσσ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
menaçant en parl. de choses.
Étymologie: ἀπειλέω.