προκόπτω

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκόπτω Medium diacritics: προκόπτω Low diacritics: προκόπτω Capitals: ΠΡΟΚΟΠΤΩ
Transliteration A: prokóptō Transliteration B: prokoptō Transliteration C: prokopto Beta Code: proko/ptw

English (LSJ)

   A cut one's way forward, only metaph., π. διὰ τῆς λεωφόρου advance by the high-road, Anon. ap. Suid.: c. acc. cogn., τὴν ὁδὸν προκεκοφέναι J.AJ2.6.7: without ὁδόν, ἐπὶ πολὺ προκεκοφότες ib. 2.16.3; π. τριάκοντα σταδίους Chio Ep.4.2:—Pass. in Hdt., advance, prosper, ἀνωτέρω ὀδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων 1.190; ἐς τὸ πρόσω οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων 3.56.    II with neut. Adjs., προκόψομεν οὐδέν shall make no progress, advance not at all. Alc.35; τὰ πολλὰ προκόψασ' having prepared most of the way, E. Hipp.23; τί ἂν προκόπτοις; what good would you get? Id.Alc.1079; οὐδὲν προὔκοπτον εἰς .. they made no progress towards... X.HG7.1.6; π. οὐδὲν ἐς πρόσθεν E.Hec.961; ἐν παιδείᾳ προκεκοφότες D.S.17.69; π. ἐν Ἰουδαϊσμῷ Ep.Gal.1.14; ἐν τοῖς μαθήμασι Luc.Herm.63: c. dat. modi, τοῖς πλούτοις -κεκοφότες D.S.34/5.2.26; σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Ev.Luc.2.52.    2 c. gen. rei, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος προκόψαντες having made improvements in their navy to a great extent, Th.7.56; ἡμῶν προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις since we promote the increase of their empire, Id.4.60; ἐπὶ πλεῖον π. ἀσεβείας having advanced further in impiety, 2 Ep.Ti.2.16: abs., ἐπὶ τοσοῦτο π. Plb.31.23.2; ἐπὶ πλεῖον π. D.S.14.98.    3 esp. in Philos., of moreal and intellectual progress, Zeno Stoic.1.56, Chrysipp.ib.2.337, Plu.2.543e, Arr.Epict.1.4.1,3.2.5, etc.; κατὰ φιλοσοφίαν π. Phld.Mort.17; ὁ λόγος π. S.E.P.2.240; προκοπτούσης τῆς θεραπείας if the treatment succeeds, Asclep. ap. Gal. 12.413, cf. Herod.Med. in Rh.Mus.58.103; εἴωθε προκόπτειν ἡ . . ἀγωγή the treatment is usually successful, Heliod. ap. Orib.46.9.1; -κεκοφυίας τῆς νόσου as the disease improves, Herod.Med. ap. Aët.9.13.    b of Time, προκοπτούσης ὁδοῦ as the journey advanced, Babr. 111.4; ἡ νὺξ προέκοψεν is far spent, Ep.Rom. 13.12, cf. J.BJ4.4.6; to be advanced in years, τῇ ἡλικίᾳ SIG708.18 (Istropolis, ii B.C.); ὁ μὲν -κέκοφεν, ὁ δὲ νέος ἐστίν Herm.in Phdr.p.60 A.

German (Pape)

[Seite 731] eigtl. durch Schlagen ausdehnen, wie der Schmied das Metall durch Hänmern streckt, daher überh. weiterbringen, fördern, τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, Thuc. 4, 60; τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος προκόψαντες, 7, 56; pass. gefördert werden, Fortgang haben, gedeihen, ἀνωτέρω οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων, Her. 1, 190; auch ἐς τὸ πρόσω οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων, 3, 56. In derselben Bdtg bei den Att. gew. das act., τί ἂν προκόπτοις; Eur. Alc. 1082; ταῦτα προκόπτοντ' οὐδὲν εἰς πρόσθεν κακῶν, Hec. 961; κρατοῦντες τῆς χώρας οὐδὲν προὔκοπτον ἐς τὸ ἀπολέσαι ὑμᾶς, Xen. Hell. 7, 1, 6; öfter bei Sp., wie Pol. προκόπτων οὐδέν 27, 8, 14, ἐπὶ τοσοῦτο προέκοψεν ἡ δόξα αὐτοῦ 32, 9, 2; προκόψας, gedeihend, Nicarch. 21 (XI, 17); im schlimmen Sinne, ἀνόητοι, μοχθηροί, Plut. adv. Stoic. 10; ἐπὶ πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας, N. T.; Suid. führt im eigentlichen Sinne an ὀχήματι κεχρημένον καὶ διὰ τῆς λεωφόρου προκόπτοντα κατέλαβε, durch die Heerstraße fortfahren, was er διερχόμενον erkl.

Greek (Liddell-Scott)

προκόπτω: μέλλ. -ψω, προάγω ἔργον τι (ἐκ μεταφορᾶς τῶν κοπτόντων δάση καὶ παρασκευαζόντων νέα μέρη πρὸς καλλιεργίαν)· ἀλλὰ κυρίως οὐχὶ μεταβ., εἰμὴ μετ’ οὐδ. ἐπιθ. (ἴδε κατωτ.)· ― τὸ παθ. ὅμως ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., προάγομαι, προχωρῶ, προβαίνω, εὐτυχῶ, ἀνωτέρω οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων 1. 190· ἐς τὸ πρόσω οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων 3. 56. ΙΙ. μετ’ οὐδ. ἐπιθ., προκόψομεν οὐδέν, οὐδεμίαν πρόοδον θὰ κάμωμεν, οὐδόλως θὰ προοδεύσωμεν, Ἀλκαῖ. 35· τὰ πολλὰ προκόψασ’, ἑτοιμάσασα τὰ πλεῖστα πράγματα, Εὐρ. Ἱππ. 23· τί ἂν προκόπτοις; τί καλὸν ἤθελες λάβει; ποίαν ὠφέλειαν..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1079· οὐδὲν προὔκοπτον εἰς..., οὐδόλως προώδευον εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 6 οὕτω, πρ. οὐδὲν ἐς πρόσθεν Εὐρ. Ἑκ. 961. 2) μετὰ γεν. πράγμ., τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος προκόψαντες, κατὰ μέγα μέρος προοδεύσαντες εἰς τὸ ναυτικόν των, Θουκ. 7. 56· ἡμῶν προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, ἡμῶν προαγόντων τὴν αὔξησιν τοῦ κράτους ἐκείνων, ὁ αὐτ. 4. 60· οὕτως, ἐπὶ πλεῖον γὰρ προκόψουσιν ἀσεβείας, διότι θὰ προχωρήσωσιν εἰς πλειοτέραν ἀσέβειαν, πρ. Τιμόθ. Δευτ. Ἐπιστ. β΄, 16, πρβλ. προλαμβάνω ΙΙ. 3. 3) ὅλως ἀμεταβ., ἐπὶ τοσοῦτο πρ. Πολύβ. 39. 9, 2· ἐπὶ πλεῖον πρ. Διόδ. 14. 98· ― ὡσαύτως, = σοφὸς γίγνεσθαι, Πλούτ. 2. 543Ε, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 1., 3. 2, 5. β) ἐπὶ χρόνου, προκοπτούσης ὁδοῦ, μηκυνομένης τῆς ὁδοῦ, Βάβρ. 111. 4· ἡ νὺξ προέκοψεν, προὐχώρησε πρὸς τὸ τέλος της, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιγ΄, 11· τῆς νυκτὸς προκοπτούσης Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 6· οὕτω, πρ. ἡ θεραπεία, προχωρεῖ, ἐξακολουθεῖ, Γαλην. 13. 351Α· ὁ λόγος πρ. Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Π. 2. 240. γ) ἐπὶ προσώπων, προκόπτω διὰ τῆς λεωφόρου, προχωρῶ..., Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μετὰ συστοίχ. αἰτιατικῆς, τὴν ὁδὸν προκεκοφέναι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 6, 7· καὶ ἄνευ τοῦ ἀντικειμ. ὁδόν· ἐπὶ πολὺ προκεκοφότες αὐτόθι 2. 16, 3· πρ. λ΄ σταδίους Χίωνος Ἐπιστ. 4. 4· ― μετὰ δοτικ. τρόπου, προοδεύω, τοῖς πλούτοις πρ. Διοδ. Ἐκλογ. 598. 61· σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 52· ὡσαύτως, ἐν παιδείᾳ Διοδ. Ἐκλογ. 554. 69· ἐν τοῖς μαθήμασι Λουκ. Ἑρμότ. 63, κτλ. (Ὁ Κοραῆς εἰς Ἰσοκρ. τ. 2, σ. 121) λέγει ὅτι ἡ χρῆσις τῆς λέξεως ἦτο «κυρίως μὲν ἐπὶ τῶν πρό τινος κοπτόντων τὰς ἀνοδίαν ποιούσας ὕλας καὶ ὁδοποιούντων τοῖς πρόσω βαίνειν βουλομένοις, οἷα μάλιστα φιλεῖ γίνεσθαι ἐν τοῖς πορευομένοις στρατοπέδοις· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ παντὸς ἔργου ὁ γὰρ τὰ κωλύοντα τὸ ἔργον ἐκ τοῦ μέσου ποιῶν, καὶ τοῦ ἔργου τὴν ἄνυσιν εὐχερεστέραν προπαρασκευάζων, εἰκότως ἂν προκόπτειν λέγοιτο, κτλ.», ἴδε προοδοποιέω).

French (Bailly abrégé)

impf. προὔκοπτον, f. προκόψω, ao. προέκοψα, pf. προκέκοφα;
1 tr. étirer ou allonger une plaque de métal à coups de marteau ; fig. faire avancer, faire progresser, gén. ; Pass. s’avancer, progresser, s’accroître;
2 intr. progresser, avancer.
Étymologie: πρό, κόπτω.