χυμός

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῡμός Medium diacritics: χυμός Low diacritics: χυμός Capitals: ΧΥΜΟΣ
Transliteration A: chymós Transliteration B: chymos Transliteration C: chymos Beta Code: xumo/s

English (LSJ)

ὁ, (χέω) used much

   A like χυλός, though sts. distd. fr. it (v. χυλός).    I juice of plants, Hp.Epid.6.6.3 (cf. Gal.17 (2).327), Pl.Ti.60a, 60b(pl.), Arist.HA554a13(pl.), 596b17, Thphr. HP9.1.1, al.    2 animal juices, 'humours', Hp.VM18, Arist.HA 556b22, PA676a16; juice in a wider sense covering 1.1 and 2, Id.Mete. 380b2 (pl.), 32: freq. in later writers, Gal.15.62, 16.497, Porph.Abst. 2.45, etc.; ἡμίπεπτοι χ. Gal.6.258; πέψαι τοὺς χ. ib.253.    3 χυμός· σίελος, Hsch. (αἱ τῶν χυμῶν κενώσεις include πτύσματα in Gal.16.644).    II flavour, ἅμα τῇ γεύσει ὁ χ. Arist.Ph.245a9, cf. Mete. 356a13 (pl.), de An.414b11: but not of the action of causing taste, ἡ τοῦ χ. [ἐνέργεια] ἀνώνυμος ib.426a15; ἰχθῦν... ἔχοντα τοὺς χ. ἐν αὑτῷ Arched.2.9; opp. ὀσμαί, χρόαι, Plu.2.646b (and so interchangeable with χυλός 11 (q.v.), Diocl.Fr.138): several varieties distd. by Thphr. CP6.4.1, cf. Plu.2.913b.

German (Pape)

[Seite 1385] ὁ, Saft, Flüssigkeit; Soph. frg. 162; Archedic. bei Ath. VII, 292 f (V. 9); Plat. Tim. 59 e; bes. der Geschmack, sowohl der Sinn des Geschmackes, als die Eigenschaft eines das Organ des Geschmackes durch seinen Saft afficirenden feuchten Körpers; so Arist. de anim. 3, 2 de sens. 1 u. öfter; die Griechen nahmen 9 Arten des Geschmackes an, ἁλμυρός, πικρός, όξύς, od. ὀξίνης, οἰνώδης, λιπαρός, στρυφνός, αὐστηρός, γλυκύς, δριμύς, Theophr. Hist. plant. 6, 4, Plut. qu. nat. 5.

Greek (Liddell-Scott)

χῡμός: -οῦ, ὁ, (χέω) ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς συνών. τῷ χυλός, εἰ καὶ διακρίνεται ἐνίοτε ἀπ’ αὐτοῦ, (ἴδε ἐν λ. χυλός). Ι. ὁ ὀπὸς φυτῶν, Πλάτ. Τίμ. 59Ε, 60Β, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 22, 8., 8. 11, κ. ἀλλ., Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 1., κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ ζωϊκῶν χυμῶν, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 1, περὶ Ζῴων Μορ. 3. 15, 2, κ. ἀλλ. 3) = χυλὸς Ι. 3, ὁ αὐτ. Μετεωρολ. 4. 3, 13, Γαλην., ἴδε Greenh. Θεόφρ. 76. 4. 3) χ. αἱματικός, ἡ ῥύσις τῶν ἐμμήνων, Μαλάλ. 290. 4. ΙΙ. γεῦσις, τὸ γευστικόν, ἤτοι. 1) ὡς ἡ ἰδιότης πράγματος (κειμένη ἐν τοῖς ἐν αὐτῷ ὑγροῖς), π.χ. ἅμα τῇ γεύσει ὁ χυμὸς Ἀριστ. Φυσ. 7. 2· 12· ἐφθὸν τὸν ἰχθὺν ἀποδίδωμ’ ἔχοντα τοὺς χυμοὺς ἐν αὐτῷ τήν τε τῆς ἅλμης ἀκμὴν Ἀρχέδικος ἐν «Θησαυρῷ» 1. 8· χυμούς, ὀσμάς, χρόας Πλούτ. 2. 646Β· ― ἢ 2) ὡς τὸ αἴσθημα ὅπερ γεννᾶται εἰς τὸν γευόμενον, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 3, 4, Μετεωρ. 2. 2, 22, κτλ. ― Οἱ Ἕλληνες διέκρινον ἐννέα ποικιλίας τῆς αἰσθήσεως τῆς γεύσεως, καὶ ἑπομένως τῶν χυμῶν, ἁλμυρός, πικρός, ὀξὺς ἢ ὀξίνης, οἰνώδης, λιπαρός, στρυφνός, αὐστηρός, γλυκύς, δριμύς, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 4, Πλούτ. 2. 193Β κἑξ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. suc :
1 suc de viande ; p. anal. suppuration d’une blessure;
2 suc préparé ; tout aliment succulent ou savoureux, sirop;
II. p. ext. goût, saveur d’une chose.
Étymologie: v. χέω.