ἁλίς

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίς Medium diacritics: ἁλίς Low diacritics: αλίς Capitals: ΑΛΙΣ
Transliteration A: halís Transliteration B: halis Transliteration C: alis Beta Code: a(li/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (ἅλς)

   A = ἁλμυρίς, Eust.706.56.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίς: -ίδος, ἡ (ἅλς), = ἁλμυρίς, Εὐστ. 706. 56.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ salazón Eust.906.56.

Greek Monolingual

ἅλις επίρρ. (Α)
1. κατά σωρούς, σωρηδόν, σε αφθονία και με τροποποίηση της αρχικής έννοιας «ικανοποιητικά», «αρκετά» (στον Όμ. συνδέεται ιδιαίτερα με ρήμα, συχνά και με ουσιαστικό ή επίθετο
σπάνια συνδέεται με ουσιαστικό ή επίθετο στην αττ. διάλεκτο)
2. (ως απρόσωπη έκφραση ἅλις (εννοείται ἐστί), είναι αρκετό, αρκεί
3. (στους Αττικούς με γενική πράγματος) ἅλις τινός, αρκετό μέρος από κάποιο πράγμα
4. συχνά ως κατακλείδα συζητήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο ποιητικό επίρρημα, που απαντά επίσης στους Ηρόδοτο, Αριστοτέλη και Πλάτωνα. Η επιρρηματική κατάλ. -ις (που υπάρχει επίσης και στους επιρρηματικούς τ. μόγις, μόλις «με κόπο, μόλις και μετά βίας», χωρίς κ.λπ.) ανάγεται συνήθως σε παλαιότερο τ. ονομαστικής ουσιαστικού ( ἅλις «συσσώρευση») ή επιθέτου ( ἅλις «συσσωρευμένος, συγκεντρωμένος»). Το κύριο όνομα Fαλίδιος, η γλώσσα του Ησύχιου, γάλι «ικανόν», καθώς και το ομηρικό μέτρο επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρχικού F στη λ. Με βάση τη σημασία της και την ύπαρξη αρχικού F, η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. εἴλω «περισφίγγω, συμπιέζω, συνωθώ», καθώς και με τα επίθ. ἁλής, ἀολλής «αθρόος».
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλίφρων].