εκβολή

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐκβολή)
1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμοεκβολή ριζών»)
2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα
νεοελλ.
(ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας
αρχ.-μσν.
1. εκδίωξη, εξορία
2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου» — εξάρθρωση, βγάλσιμο
μσν.
1. άνοιγμα («πρὸς ἐκβολὴν τῆς πόρτας»)
2. εξαγωγή προϊόντων
3. πτώση του απευθυσμένου («περὶ ἐκβολὴν κόλου»)
4. τέλος στίχου
αρχ.
Ι. 1. απόρριψη περιττού φορτίου στη θάλασσα
2. απόρριψη, αποβολή
3. αναβλάστηση
4. έκθεση σε κοινή θέα
5. δίοδος, στενό πέρασμα
6. πάροδος ή διακλάδωση, δρόμος που αποχωρίζεται από τον κύριο δρόμο
7. οτιδήποτε αποβάλλεται ή πετιέται (α. «δικέλλης ἐκβολή» — χώμα βγαλμένο από τη δικέλλα
β. «οὐρεία ἐκβολή» — βρέφος πεταμένο σε όρος)
8. μουσ. διάστημα πέντε διέσεων
9. εκβολάδα
10. ηθική κατάπτωση
11. (για γυναίκα) διώξιμο, διαζύγιο
II. φρ.
1. «ἐκβολὴ δακρύων» — ροή δακρύων, δάκρυα που αναβλύζουν
2. «ἐκβολὴ ὀδόντων» — εξαγωγή ή πέσιμο δοντιών
3. «ἐκβολὴ ἐμβρύου» — αποβολή εμβρύου ή έκτρωση
4. «ἐκβολὴ λόγου» — παρέκβαση
5. «ἐκβολαὶ σίτου» — η εποχή κατά την οποία σχηματίζονται τα στάχυα.