καθυποπτεύω

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυποπτεύω Medium diacritics: καθυποπτεύω Low diacritics: καθυποπτεύω Capitals: ΚΑΘΥΠΟΠΤΕΥΩ
Transliteration A: kathypopteúō Transliteration B: kathypopteuō Transliteration C: kathypopteyo Beta Code: kaqupopteu/w

English (LSJ)

   A suspect, f.l. in Arist.Rh.Al.1426b28 (Pass.) (ὑπ- PHib. 1.26.302).

German (Pape)

[Seite 1290] verdächtig machen, argwöhnen, ἀδικημάτων κατηγορηθέντων ἢ καθυποπτευθέντων Arist. rhet. Alex. 5.

Greek (Liddell-Scott)

καθυποπτεύω: ὑποπτεύω, ἀμφότερα ἐν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1.

Greek Monolingual

καθυποπτεύω (Α)
(επιτατ. του υποπτεύω)
1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι
2. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπ-οπτεύω (< ὕπ-οπτος)].