πολυσχιδής

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσχῐδής Medium diacritics: πολυσχιδής Low diacritics: πολυσχιδής Capitals: ΠΟΛΥΣΧΙΔΗΣ
Transliteration A: polyschidḗs Transliteration B: polyschidēs Transliteration C: polyschidis Beta Code: polusxidh/s

English (LSJ)

ές, (σχίζω)

   A split into many parts, ἁπλῷ τρόπῳ καὶ μὴ πολυσχιδέϊ by a single and not a splintered fracture, Hp.Fract.24; λώβῃσι πολυσχιδέεσσι λυθέντα, of a wreck, Opp.H.4.409.    2 much-cloven, opp. ἀσχιδής, of certain figs, Arist.Pr.930b33; of a deer's antlers, branching, Id.HA517a24, cf. PA663a10; of the lungs, Id.HA495b1; of leaves, Thphr.HP3.12.5; καυλοί Dsc.2.185; of a mountain range, Str.11.12.1; ἀτραποί Plu.2.969b; of the Nile, Opp.C.2.85, cf. Lib.Or.61.18.    3 of the hand, cloven into fingers, Arist.PA687b7; of the foot, into toes, ib.690b6: hence τὰ π. animals that have toes, not hoofs, Id.HA497b20, 499b7, 502b34; esp. of birds, ib.504a6.    4 generally, much divided, γνῶμαι S.E.M.7.349; ἔμφασις Iamb.VP29.161; ψεῦδος Id.Protr.21κ; complex, Ammon. in Cat.66.9. Adv. -δῶς Ph.1.31.

German (Pape)

[Seite 674] ές, vielfach gespalten od. getheilt; πόδες, Arist. part. anim. 1, 3; ῥάκος, Luc. de merc. cond. 39; σανδάλια, bei Ath. VI, 259 c; γνῶμαι, S. Emp. adv. math. 7, 349.

Greek (Liddell-Scott)

πολυσχῐδής: -ές, (σχίζω) ὁ εἰς πολλὰ μέρη ἐσχισμένος, ἁπλῷ τρόπῳ καὶ μὴ πολυσχιδέϊ, δι’ ἁπλοῦ καὶ οὐχὶ πολυσχιδοῦς κατάγματος, Ἱππ. Ἀγμ. 766· λώβῃσι πολυσχιδέεσσι λυθέντα, ἐπὶ ναυαγίου, Ὀππ. Ἁλ. 4. 409. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυσχιδῆ· εἰς πολλὰ ἐσχισμένον, μεμερισμένον». 2) ὁ πολὺ ἐσχισμένος, ἀντίθ. τῷ ἀσχιδής, ἐπί τινων σύκων, Ἀριστ. Προβλ. 22. 9· ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου, ἔχων πολλὰς διακλαδώσεις, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 4, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 5· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 11· ἐπὶ ὀρεινῆς σειρᾶς, Στράβ. 520. 3) ἐπὶ τῆς χειρός, ὡς κεχωρισμένης εἰς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 25· ἐπὶ τοῦ ποδὸς ὡσαύτως, αὐτόθι 65· ― ὅθεν, τὰ πολυσχιδῆ, ζῷα ἔχοντα δακτύλους οὐχὶ χηλὰς ἢ ὁπλάς, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 3 καὶ 30., 2. 10, 2 κ. ἀλλ.· μάλιστα ἐπὶ πτηνῶν αὐτόθι 2. 12. 3. 4) καθόλου, ὁ πολὺ διῃρημένος, ἐπὶ γνωμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 349· ἔμφασις Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 29 (161). Ἐπιρρ. -δῶς, Κλήμ. Ἀλ. 268, Φίλων Ἰουδ. 31, 27, Ἀστέρ. 208C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fendu ou divisé en plusieurs parties.
Étymologie: πολύς, σχίζω.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ και πολυσχεδής, -ές, ΜΑ και πολύσχιδος, -ον, Α
1. σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά μέρη
2. (κυρίως για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις
νεοελλ.
1. αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδίαπολυσχιδής δράση»)
2. φρ. «πολυσχιδής μυς»
ανατ. μυς του εγκαρσιονωτιαίου συστήματος της ράχεως, που αποτελείται από πολλά τμήματα, εκτεινόμενα από το ιερό οστό έως τους κατώτερους αυχενικούς σπονδύλους, τα οποία καταφύονται στις ακανθώδεις αποφύσεις όλων τών σπονδύλων, υπερπηδώντας κάθε φορά έναν έως τρεις από αυτούς
μσν.
(για βιβλίο) αυτός που έχει πολλές σελίδες, πολυσέλιδος
αρχ.
1. (για ορισμένα σύκα) ο εντελώς σχισμένος, αυτός που έχει σκάσει και έχει ανοίξει
2. (για τα άκρα του σώματος) ο χωρισμένος σε δάχτυλα
3. (για γνώμη, άποψη, αυτός που εμφανίζει μεγάλη ποικιλία («πολυσχιδεῖς γνῶμαι», Σέξτ. Εμπ.)
4. σύνθετος
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολυσχιδῆ
ζώα με δάχτυλα και όχι με χηλές ή με οπλές.
επίρρ...
πολυσχιδώς / πολυσχιδῶς ΝΜΑ, και πολυσχεδῶς ΜΑ
με πολυσχιδή τρόπο
μσν.-αρχ.
με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σχιδής (< σχίζω), πρβλ. νεο-σχιδής].